Αρχίζοντας κάπως random την ακρόαση του νέου δίσκου του Θανάση Παπακωνσταντίνου με τις κάπως δεδομένες «Κάρτες», και κοιτώντας το εξώφυλλο που μου μοιάζει αρκετά πιο εντυπωσιοθηρικό από ό,τι θα το προτιμούσα, υποψιαζόμουν πως πρόκειται για έναν δίσκο που αναζητά τις σταθερές του παρελθόντος για να εξασφαλίσει την αποδοχή, όμως δυστυχώς η εποχή αυτή έχει παρέλθει πια, είναι σκληρό για όλους μας. Από την άλλη η μουσική ύπαρξη του Θανάση Παπακωνσταντίνου έχει φέρει τόσα νέα δεδομένα που κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για έλλειψη πειραματισμού. Έρχεται κάποτε η παραδοχή πως «εδώ είμαστε, παιδιά, αυτό είναι το καταστάλαγμά μου». Πόσες καινοτομίες άλλωστε μπορεί να γεννήσει ένας καλλιτέχνης; Από την άποψη αυτή ο δίσκος «με στόμα που γελά» (τι απλοϊκός τίτλος) με προϊδέαζε πως δεν κρύβει πολλές μουσικές, στιχουργικές ή ερμηνευτικές εκπλήξεις.

Περνώντας στο δεύτερο τραγούδι, την «λάθος μοιρασιά», μια επανεκτέλεση από τα παλιά χωρίς εμφανή λόγο, συνέχιζα να πιστεύω όλα τα παραπάνω. Μέχρι που ξαφνικά μπαίνουν οι «γυναίκες» του Έσσε και αρχίζουν οι πρώτες αμφιβολίες για τα λεγόμενά μου. Πρόκειται για ένα τραγούδι με βάθος, αλλά δεν είναι μόνο αυτό: η ερμηνεία του Σωκράτη Μάλαμα σου εκβιάζει την πτώση μέσα του, η ιστορικότητα του λόγου σε παρασέρνει, πρόκειται για ένα τραγούδι-βουτιά, ένα μακροβούτι από την πλώρη ενός «ζητιανόξυλου» καθώς επιπλέει στον Νείλο των δακρύων. Και τότε αρχίζεις να παίρνεις μια πρώτη ιδέα από το επικείμενο σκαμπανέβασμα. Ακολουθεί η «απόδραση», κομμάτι δυσβάσταχτο με κάπως περιπαικτική όμως διάθεση, που σε επαναφέρει στην επιφάνεια, παίρνεις μια μεγάλη ανάσα, αν και μοιάζει περισσότερο με μακρόσυρτο αναστεναγμό, τέλος πάντων εσύ ζεις, ο πατέρας σου όχι. Κι άντε πάλι ασφυξία στη συνέχεια. Ο δίσκος εξελίσσεται σε ένα ατέλειωτο καρδιογράφημα. Με την καρδιά να δουλεύει ρολόι. Γιατί τότε πετάγεται «σαν ψωμάκι στη φρυγανιέρα» ο «Ρίλκε» που κρύβει μέσα του και τον τίτλο του άλμπουμ «με στόμα που γελά» (γράψε λάθος, τι φοβερός τίτλος που αποδεικνύεται τελικά!), και σε πιάνει στα πράσα στοχεύοντας στο ποιητικό «κέντρο της καρδιάς» σου. Άλλη μια ευτυχισμένη μουσική στιγμή με ούτι, κοντραμπάσο, τζουρά, τσέλο και ακουστική κιθάρα να συνυπάρχουν διαχρονικά σε ένα ενδοσκοπικό βάθος. Τραγούδι αλλόκοτο, προωθημένο, και πολυεπίπεδο, που σε εξαναγκάζει να το ακούσεις ξανά και ξανά. Έτσι κυλάει ο δίσκος. Από τα χορευτικά μιας νέας Ανδρομέδας στα στοχαστικά μιας νεοτερικής Αγρύπνιας, από «τα μάτια του θεού» στο «λαρύγγι του διαβόλου», από τον δοξαστικό «κήπο της Εδέμ» στην απόλυτη τραγωδία της μικρής «Τάλα», από τον ξεσηκωτικό εαυτό στην «τρυφερή σκιά».

«Λιώνουν τα ακροκέραμα στα σπίτια των τρελών»

Υπάρχει όμως κάτι ακόμα για να ειπωθεί: Γιατί τώρα έρχεται η ώρα που παίρνει τη σκυτάλη ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και απαγγέλλει μοναδικά και μετά μουσικής το «στα πόδια της», ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη, και νιώθεις το άκουσμα ως μια μουσική στιγμή που ξεφορτώνει στο αποθηκάκι της ελληνικής σκηνής  τσουβάλια από άχτι, και είσαι βέβαιος πια: ο δίσκος αυτός είναι ένα αποκούμπι. Καθώς ακούς την συγκεκριμένη μελοποίηση νιώθεις να γονατίζεις, να γονατίζεις μαζί με τον ήρωα της ιστορίας, να γίνεσαι ανεξέλεγκτος πόνου (Προς στιγμήν σκέφτηκα να βγάλω τα ακουστικά). Η συγκεκριμένη μελοποίηση -αν και είναι νωρίς ακόμα για να ειπωθεί κάτι τέτοιο- μου δίνει την αίσθηση πως θα αντέξει μέχρι το τέλος της ανθρωπότητας. Ίσως και της επόμενης -αν διαθέτει ηλεκτρισμό.

Βιώνεις, λοιπόν, ένα μπόλιασμα στιχουργικής απλότητας και ποιητικής εμβρίθειας που αλληλοεπηρεάζονται συνεχώς, ένα υπαρξιακό μπλέξιμο που μόνο ο Θήτα Παπακωσταντίνου διαθέτει χαρισματικά την ποιότητα του χώματος για να το επιτύχει. Τι να κάνουμε τώρα; ο δίσκος αυτός έπρεπε να γεννηθεί. Έτσι. Χωρίς επιτηδευμένο κόνσεπτ. Απελευθερωμένος. Και θεωρώ εκπληκτικό το συναίσθημα να αντικρύζεις την ακριβή στιγμή που γεννιέται η νέα παράδοση του τόπου ή έστω να αποκρυσταλλώνεται προσωρινά, μέχρι να ‘ρθουν οι επόμενοι, που όλο λεν πως φτάσανε και από έργα τζίφος.

Γενικά, όποιες κι αν είναι οι μουσικές σου προτιμήσεις και καταβολές, η κατάθεση αυτή ήρθε να παράξει νέα συναισθήματα σε ένα ευρύ κοινό και είναι σίγουρο πως θα επιφέρει αρκετά καλοκαιρινά συναυλιακά sold out καθότι τα τραγούδια αναζητούν την απογείωσή τους σε ανοιχτό χώρο, -είναι από αυτό το υλικό, το εξωστρεφές μα και αγωνιώδες ταυτόχρονα- κι από την άλλη διψούν να ακουστούν από ένα κοινό που ψάχνει επειγόντως την έξοδο από την «καλύβα» της εξορίας του, αναζητώντας νέες συγκινήσεις στο καλλιτεχνικό τοπίο. Μιλώ για ένα ταλαιπωρημένο κοινό που έχει βουτηχτεί σε μια δαιδαλώδη ορφάνια τελευταία και είναι έτοιμο να φωνάξει: «Καλώς ήλθες και πάλι στον αγώνα, μπαμπάκα» ∴

φωτογραφία: Αλεξάνδρα Δημητρίου

 

 

 

Διαβάστε επίσης:

Ο Τεντ Ρέγκλης μετάνιωσε γι` αυτή τη συνέντευξη