Σάββατο, 13 Ιουνίου 1887 (δεύτερη ανταπόκριση)

Μια ακόμη εκτέλεση στον Πειραιά συντάραξε την Αθήνα. Αυτή τη φορά εξέλιπε η λαιμητόμος και τη θέση της πήρε το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο 23χρονος Δημήτρης Κουτσούκος καταδικάστηκε σε θάνατο τον περασμένο Αύγουστο για κλοπή μετά φόνου από το Α’ στρατοδικείο Αθηνών. Όπως υποστήριξε ο ίδιος μια μέρα πριν τον εκτελέσουν, δεν έκλεψε τίποτε από τον παντοπωλείο Χ. Πετρόπουλο. Εκείνο το βράδυ, ο Κουτσούκος είχε ζητήσει να μείνει στο παντοπωλείο του Πετρόπουλου γιατί δεν είχε που αλλού να περάσει την νύχτα. Μαζί του το βράδυ κοιμήθηκε κι ο εξάδελφος του παντοπώλη Ε. Φαναρίτη που το επόμενο πρωί βρέθηκε νεκρός. Ο Κουτσούκος είπε πως έγινε σαματάς γιατί ο Φαναρίτης δεν του έδινε τα ρούχα του στρατού για να φύγει και πάνω στον τσακωμό τον μαχαίρωσε και τράπηκε σε φυγή. Χθες τη νύχτα μετά των άλλων, φαγητού και ποτού, ζήτησε να κάνει ένα μπάνιο στην αυλή. Αν δεν είχαν επέμβει εγκαίρως οι φύλακες όμως, θα είχε αποδράσει, καθώς έσκαβε λάκκο κοντά στα κάγκελα που παραλίγο να το κατορθώσει. Βέβαια, δεν άλλαξε η διαδικασία. Στις πέντε τα ξημερώματα τον πήρε η άμαξα μετά συνοδείας χωροφυλάκων. Όταν έφτασαν στο σημείο της εκτέλεσης, πριν βγει από την άμαξα είπε «Σαν κυπαρίσσια είναι ο κόσμος! Κι ο βασιλιάς να ερχόταν, τέτοια παράταξη δεν θα γινόταν.» Όταν βγήκε είπε προς τον κόσμο «Εγώ ήθελα να πω την αλήθεια, πως έκανα φόνο, αλλά φταίει η μάνα μου και οι ψευδομάρτυρες που έβαλε να πουν ότι ήμουν στην Αίγινα, αυτή φταίει που είμαι εδώ.» Μετά οδηγήθηκε μπροστά στον αξιωματικό, αφού του διαβάστηκε η εντολή, ο νωματάρχης θέλησε να τον ενθαρρύνει για να μην είναι τρομαγμένος κι αυτός είπε «Τι να φοβηθώ;» Αυτές ήταν και οι τελευταίες του λέξεις. Έπεσε νεκρός «υπό το πυρ» δώδεκα πυροβόλων όπλων.

Όταν οι στρατιώτες μάζευαν το πτώμα του, ένας γέρος με παραδοσιακή στολή της Αίγινας, μάζευε με τρεμάμενα χέρια δύο κομβία της στολής του και το διάτρητο από τις σφαίρες περιλαίμιό του για να τα επιστρέψει στη μητέρα του ως αναμνηστικά από το γιο της.


Σάββατο, 13 Ιουνίου 1887 (πρώτη ανταπόκριση)

Στο χωριό Παλαμά του Δομοκού συνεχίζονται οι εκτελέσεις. Σήμερα σειρά έχουν πέντε κακούργοι που λήστεψαν, βασάνισαν και δολοφόνησαν τον Δημ. Μπόρη. Στις 30 Ιουνίου του 1885 ο 60χρονος Δ. Μπόρης, ιδιοκτήτης υδρόμυλου στον Παλαμά, κοιμόταν στο σπίτι μαζί με την 25χρονη σύζυγό του και τα παιδιά του. Ξαφνικά εισέβαλαν στο σπίτι πέντε άντρες με γιαταγάνια. Ο Ε. Αβραμόπουλος, ο Α. Κουτρούλας, ο Χ. Παπακούτσικος ή Παπακωνσταντίνου, ο Κ. Κάκαρης και ο Δ. Φούντας ή Ζέζης. Αφού προσέβαλαν τη σύζυγο του Μπόρη, τον πίεζαν να τους πει που έχει κρυμμένα τα χρήματα και τα πολύτιμα αντικείμενα αλλά εκείνος δεν τους απαντούσε. Τότε, εκείνοι έδεσαν το ζευγάρι κι αφού εκείνος δεν απαντούσε άρχισαν τα βασανιστήρια. Έκοψαν κομμάτια από τα χέρια της γυναίκας του και έριξαν στον Μπόρη καυτό λάδι σχεδόν σε όλο του το κορμί. Αφού μπόρεσαν να αρπάξουν ό,τι μπορούσαν, έφυγαν. Δυστυχώς ο Δ. Μπόρης μετά από λίγες ώρες υπέκυψε στα εγκαύματά του αλλά λίγο πριν είχε προλάβει να κατονομάσει τους δράστες. Το δικαστήριο του κήρυξε ενόχους, καταδικάζοντας όλους σε θάνατο το Νοέμβριο του 1886. Η εκτέλεσή τους γινόταν σήμερα στο Δομοκό γύρω στις 3 μ.μ. με πλήθος κόσμου αλλά και συγγενείς να την παρακολουθούν. Το θέαμα ήταν θλιβερότατο. Γυναίκες τραβούσαν τα μαλλιά τους, έκλαιγαν, οδύρονταν τόσο πολύ που μέχρι και οι δύο δήμιοι δάκρυσαν.

Πρώτος στο ικρίωμα ανέβηκε ο Κάκαρης, είπε «Ακούτε βρε χριστιανοί, να μην ανακατευτείτε ποτέ με τα πολιτικά, επειδή γι αυτά κόβομαι. Συγχωρήστε με, ο Θεός να με συγχωρέσει.» Μετά ανέβηκε ο Φούντας «Ας όψεται εκείνος που έκανε το έγκλημα, γιατί εγώ αδίκως χάνομαι» αναφώνησε με τρεμάμενη φωνή ενώ ζητούσε κι αυτός συγχώρεση. Επόμενος ήταν ο Κουτρούλος ο οποίος μέχρι να έρθει η ώρα του τραγουδούσε και χόρευε. Πριν πέσει η μάχαιρα είπε στο πλήθος πως φταίνε οι αρχές που κόβεται ενώ τα ίδια είπε και ο Παπακούτσικος. Τελευταίος ανέβηκε ο Αβραμόπουλος ο οποίος φώναξε «είμαι αθώος». Αφού τελείωσαν όλες οι εκτελέσεις, οι συγγενείς πήραν τα σώματα και τα κεφάλια για να τους ενταφιάσουν. Η λαιμητόμος φορτώθηκε στο τρένο και οδεύει πίσω στο λιμάνι του Βόλου για την επόμενη εκτέλεση ∴


Παρασκευή, 12 Ιουνίου 1887

Η λαιμητόμος εξακολουθεί το αιματηρό της έργο. Σειρά σήμερα είχε ο Αθανάσιος Γαλατάς από τα Φάρσαλα που πριν από τρία χρόνια, τον Αύγουστο, έκλεψε και δολοφόνησε τον Σ. Καναβίδα μαζί με την βοήθεια του Κ. Γούλα ο οποίος και τυγχάνει να έχει πάρει απαλλαγή και δεν μπήκε καν στη φυλακή. Στις 21 Αυγούστου κάποιος παρατήρησε σε πεδιάδα των Φαρσάλων ένα μουλάρι, φορτωμένο, χωρίς όμως αναβάτη. Θορυβήθηκε και το κατήγγειλε στις αρχές, που άρχισαν να χτενίζουν την περιοχή φοβούμενοι πως έχει γίνει κάποιο ατύχημα. Τότε στην περιοχή Αβδουραχμάνι βρέθηκε ένα πτώμα μέσα σε θάμνους, σε αποσύνθεση και ακέφαλο. Ψάχνοντας τριγύρω βρέθηκε και το κεφάλι απ’ το οποίο έλειπε η άνω και κάτω γνάθος, ο εγκέφαλος και η σάρκα. Από τις ανακρίσεις που έγιναν, ένοχος βρέθηκε ο Γαλατάς με την κατηγορία της κλοπής μετά φόνου.

Σήμερα λοιπόν στις 9 το πρωί, έκτακτη αμαξοστοιχία μετέφερε τον Γαλατά, τους δημίους και την λαιμητόμο από τον Βόλο στο χωριό Παλαμά του Δομοκού. Φαινόταν ήρεμος και αρκετά ομιλητικός. Τον ρωτήσαμε πώς ήταν το ταξίδι και μας είπε πως ήταν εξαιρετικό. Παρακάλεσε τον πλοίαρχο κ. Αργυρόπουλο να του πάρει τσαρούχια, του είπε «Δεν θέλω να πάω εκεί πάνω με τα παλιοτσάρουχά μου, είναι τρύπια» κι εκείνος του αγόρασε ένα ζευγάρι. Τον ρωτήσαμε αν γνώριζε πως σήμερα θα εκτελεστεί και μας είπε «το γνώριζα αν και προσπαθούσαν να μου το κρύψουν, δεν με νοιάζει όμως κι αν πεθάνω, το ψωμί μου το έφαγα.» Στις 10π.μ. ανέβηκε στο ικρίωμα. Ζητούσε από τον κόσμο να τον συγχωρέσει, έλεγε πως ήταν αθώος αλλά ας όψονται οι ψευδομάρτυρες και πως θα το έχουν κρίμα στο λαιμό τους. Λίγο πριν το τέλος ζητωκραύγαζε υπέρ του βασιλιά, της βασίλισσας και της ελευθερίας αλλά αυτό δεν σταμάτησε τη λαιμητόμο. Έπεσε ∴


Τετάρτη, 10 Ιουνίου 1887

Μετά την χθεσινή δημόσια εκτέλεση του Αρτόζη, σειρά έχει ο Βασίλειος Κοτρώνης. Ο δεκαοχτάχρονος καταδικάστηκε σε θάνατο για ληστεία μετά φόνου. Συγκεκριμένα στις 2 Νοεμβρίου του 1884 ο Κ. Τριανταφύλλης, ο Β. Κόλλας και ο Β. Νάτσιος έχοντας τις αντίστοιχες θέσεις του ταμία, υποταμία και φύλακα σε μεταλλευτική εταιρία του Λαυρίου, έφευγαν εκείνο το μεσημέρι με άμαξα έχοντας μαζί τους 93.000δρχ για την πληρωμή των εργατών. Στην θέση Μπούκη όμως, ακούστηκαν πυροβολισμοί. Τέσσερις άνδρες τους είχαν στήσει ενέδρα, τους λήστεψαν και τράπηκαν σε φυγή ενώ ο Τριανταφύλλης και ο Κόλλας είχαν πέσει νεκροί από τα πυρά τους. Η σύλληψη του Κοτρώνη έγινε κάποιες μέρες μετά αφού αναγνωρίσθηκε από αυτόπτες μάρτυρες. Κατά τις ανακρίσεις ανακαλύφθηκε πως ήταν ορφανός αλλά είχε δύο αδέρφια. Χθες λοιπόν στις 4:00μ.μ έγινε η μεταφορά στο Λαύριο με το τραίνο. Σχεδόν σε όλες τις στάσεις ζητούσε να χαιρετήσει συγγενείς του. Από τα αδέρφια του ζήτησε να του φέρουν καθαρά ρούχα, και τους αποχαιρέτησε λέγοντας στον έναν «Αδελφέ, μη λυπάσαι, εγώ χάνομαι σήμερα χάριν των γαλλίδων επειδή είναι όμορφες κι εκτελούν ό,τι θέλουν». Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού κάπνιζε ακατάπαυστα από καπνό που του έδιναν συνταξιδιώτες και τους έλεγε «Θα σας το ανταποδώσω κάποια μέρα το τσιγάρο που μου δίνετε.» Εμείς, προσπαθήσαμε να τον τρατάρουμε μια μαστίχα κι εκείνος ζήτησε την πιο φθηνή λέγοντας «Τι; Πρέπει να μεθύσω για να μην φοβηθώ!». Έφαγε ψωμί και τυρί και έπεσε για ύπνο. Τον ρωτήσαμε αν κατόρθωσε και απάντησε πως κοιμήθηκε «σαν εκείνον που πρόκειται να του κόψουν το λαιμό, όχι ότι φοβάμαι τον θάνατο, αλλά λυπάμαι πως πηγαίνω άδικα.» Στις 7:30μ.μ το τραίνο έφτασε στο Λαύριο, κόσμος είχε μαζευτεί και τον αποδοκίμαζε, εκείνος είπε «τι τρέχετε βρε τώρα; αύριο θα γίνει το περίεργο» και μεταφέρθηκε δέσμιος στο τμήμα όπου όλο το βράδυ έπινε κονιάκ και τραγουδούσε. Στις 5:00π.μ. μεταφέρθηκε στην πλατεία όπου ήταν ήδη στημένη η λαιμητόμος μαζί με το πλήθος να περιμένει ενώ εκείνος, παραδόξως, ήταν ντυμένος ευπρεπώς, σαν γαμπρός. Κάποια στιγμή ένιωσε πως ζαλίζεται και ζήτησε λίγο νερό. Η δικαστική απόφαση διαβάστηκε, εκείνος γύρισε προς τον κόσμο και είπε «εγώ δεν έκανα τίποτα, κι όποιος θέλει ας με συγχωρήσει». Δύο μόνο γυναίκες απάντησαν πως τον συγχωρούν. Τότε ο ένας δήμιος τον ανέβασε στο ικρίωμα και τον έδεσε, δεν τον ασπάστηκε όπως τον προηγούμενο αφού ο Κοτρώνης μονίμως κάπνιζε. Το τσιγάρο του έσβησε λίγο πριν από εκείνον. Τα τελευταία λόγια του που ακούστηκαν ήταν «Παιδιά, να με κόψετε παλικαρίσια, γιατί και ‘σεις είστε για θάνατο». Μετά έπεσε η βαριά λεπίδα. Δεν έτρεξε τόσο αίμα. Ο κόσμος άρχισε να διαλύεται και τα αδέλφια του πλέον νεκρού Κοτρώνη, ζήτησαν το κεφάλι και το σώμα για να τον θάψουν ∴

*Στον Κοτρώνη θα αφιερώσει και ένα ποίημα ο Σουρής στο περιοδικό «Άστυ», τχ. 91, σελ. 6.



Τρίτη, 9 Ιουνίου 1887

Η χθεσινή εκτέλεση στο Πεδίον του Άρεως μας παρείχε μια μοναδική ευκαιρία για να απολαύσουμε ένα ιδιάζον θέαμα που όμοιό του έχει να συμβεί στην Αθήνα πάνω από μια δεκαετία, καθώς η τελευταία δημόσια εκτέλεση θανατικής ποινής ήταν το 1870. Το δικαστήριο καταδίκασε τον Μιχαήλ Αρτόζη σε θάνατο όταν αποδείχτηκε πως τον περασμένο Αύγουστο, πιο συγκεκριμένα στις 13 προς 14 του μήνα, μπήκε στο σπίτι του ανιψιού του, Νικόλαου Ζώνιου, ενώ εκείνος κοιμόταν και τον δολοφόνησε. Η νεκροψία έδειξε 24 διαμπερή τραύματα από ρόπαλο και μαχαίρι, καθώς και δαγκωματιές. Ο Αρτόζης προσπάθησε να ξεφύγει και να αλλάξει την ιστορία, αλλά υπήρχαν μάρτυρες που τον είδαν να περνάει το φράχτη εκείνο το βράδυ. Χθες είχε ορισθεί η εκτέλεσή του και η λαιμητόμος είχε ήδη στηθεί πριν από τα ξημερώματα. Πλήθος κόσμου όλων των ηλικιών, ακόμη και μητέρες με τα βρέφη στην αγκαλιά, περίμεναν την ώρα της εκτέλεσης. Στρατιώτες είχαν περικυκλώσει το μέρος και με εντολή τσαλαπάτησαν κατοίκους, ώστε κανένας να μην ξαναπλησιάσει αρκετά κοντά. Γύρω στις 4:40πμ από την οδό Πατησίων έφτασε μια άμαξα. «Οι δήμιοι, οι δήμιοι» διέδιδε το πλήθος. Αυτοί οι απαίσιοι εργάτες του θανάτου είχαν φτάσει. Στις 5:15πμ ήρθε ο εισαγγελέας και μετά από λίγο κατέφθασε και η άμαξα με τον Αρτόζη σιδηροδέσμιο. Φαινόταν γαλήνιος, ατάραχος και λίγο ωχρός.

Δημοσιευμένο σκίτσο του στο περιοδικό «Ασμόδαιος» (τχ. 342, σελ. 3)

Μόλις διαβάστηκε η δικαστική εντολή, ο Αρτόζης οδηγήθηκε προς το ικρίωμα. Τότε, έβγαλε ένα τετράδιο και το παρέδωσε στον εισαγγελέα λέγοντάς του «Θα βρείτε πολλά μυστήρια εκεί μέσα». Μετά, ζήτησε να μιλήσει προς το πλήθος και είπε «Αδελφοί, τα δικαστήρια με καταδίκασαν και πρέπει να υποστώ την ποινή μου, αλλά θα με κρίνει κι ο Θεός, κι ελπίζω να με δικαιώσει, διότι εγώ είμαι αθώος, ας όψονται οι αίτιοι. Δεν με νοιάζει για μένα, λυπάμαι που αφήνω γέρους γονείς, και σύζυγο και τέκνα. Σχωράτε με». «Ο Θεός να σε συγχωρέσει» φώναζε το πλήθος. Οι δύο δήμιοι του ζήτησαν συγγνώμη, του είπαν πως έτσι είναι ο νόμος και τον ασπάσθηκαν, εκείνος χλόμιασε και τότε ακούστηκε η φωνή του μοίραρχου κ. Σκαρλάτου «δήμιοι, εκτελέστε το καθήκον σας!». Αμέσως τον έδεσαν επί της λαιμητόμου, εκείνος μην μπορώντας να κουνηθεί, έγειρε δεξιά, σταυροκοπήθηκε τρεις φορές κοιτάζοντας προς τον ουρανό και ψιθύριζε κάποια προσευχή. Η σανίδα ανατράπηκε και η μάχαιρα έπεσε. «Κρουνοί» αίματος αναπήδησαν. Ο ιατρός κ. Παπαβασιλείου έβαλε το κεφάλι στο σάκο και το παρέδωσε στον κ. Τσιριγώτη, διευθυντή του Δρομοκαΐτιου, ο οποίος παρατήρησε πως για ένα σχεδόν λεπτό το κεφάλι του λειτουργούσε ακόμη. Αμέσως μετά οι δήμιοι με συνοδεία κλητήρων μπήκαν στην άμαξα, με τον κόσμο να τους αποδοκιμάζει. Το πλήθος άρχισε να διαλύεται καθώς πλέον είχε λάβει τέλος το αξιοπερίεργο αυτό θέαμα. Μέσα σε όλο αυτό, ένα λωποδύτης έκανε πως είχε χάσει το ρολόι του αλλά στην πραγματικότητα έκλεβε από τις τσέπες των πολιτών, πιάστηκε στα πράσα όμως και συνελήφθη ενώ κάποιοι φώναζαν να τον ρίξουν κι αυτόν στη γκιλοτίνα, αλλά ευτυχώς αυτή ήδη μεταφερόταν προς το Λαύριο για την επόμενη εκτέλεση ∴

«ΕΦΗΜΕΡΙΣ» | 9/6/1877 | σελ. 2

 Δευτέρα, 8 Ιουνίου 1887

Ο Σπυρίδων Δραζινός, χθες το βράδυ, γύρω στις 3.30 μετά τα μεσάνυχτα, έφτασε στη λεωφόρο Ακαδημίας. Κάθισε στις μαρμάρινες βαθμίδες του πανεπιστημίου, έβγαλε το ρεβόλβερ που είχε αγοράσει την προηγούμενη Πέμπτη, το τοποθέτησε στον κρόταφο και πάτησε την σκανδάλη. Εξέπνευσε αυτοστιγμεί. Ένας οδοκαθαριστής έτρεξε προς τον κρότο που άκουσε κι είδε το σώμα του άτυχου άνδρα. Αμέσως κάλεσε την αστυνομία κι έγιναν οι απαραίτητες διαδικασίες. Κάποιοι πεζοί βέβαια που περνούσαν από εκεί, είχαν ήδη αναγνωρίσει περί ποίου επρόκειτο. Επάνω του βρέθηκε σφραγισμένος ένας μεγάλος κυανός φάκελος που έγραφε «Εν Αθήναις, 6 Ιουνίου 1887, ώρα 4μμ». Ο φάκελος περιείχε 13 ασφράγιστες επιστολές, μία στην αδερφή του που διαμένει στην Κέρκυρα, μία στην διεύθυνση της «Εστίας», μία στον κ. Βραχηνό και οι υπόλοιπες σε φίλους του. Η ανοιχτή επιστολή έλεγε τα παρακάτω:

«Αυτοκτονώ. Την απόφαση αυτή την έχω πάρει από τον περασμένο Νοέμβριο, όταν με βρήκε μεγάλη συμφορά, απροσδόκητη κι απίστευτη. Την εκτέλεση την ανέβαλλα μέχρι τώρα, ελπίζοντας ότι ο άνθρωπος αυτός θα σκεφτεί τις συνέπειες αλλά οι ελπίδες μου ναυάγησαν και το μόνο που μου απέμεινε ήταν η αυτοκτονία. Ελπίζω να μην επιζήσω, αλλά εάν (το οποίο απεύχομαι εγκάρδια) αυτό συμβεί, μην με πάτε στο νοσοκομείο, αλλά μεταφέρετε το τραυματισμένο σώμα στο σπίτι μου.

Από τις 24/02/1885 έχω στην υπηρεσία μου την Ευφροσύνη Δελακοβία. Της αφήνω το σπίτι μου για να μείνει με την μικρή της κόρη. Είναι εφοδιασμένο με όλα τα απαραίτητα. Της ζητώ από καρδιάς συγγνώμη όσες φορές ακούσια ή εκούσια την στεναχώρησα. Μαζί μου έχω ένα ασημένιο ρολόι, μια δραχμή, μια κλείδα ρολογιού και ένα σάκο με τα αρχικά μου.»

Η επιστολή αυτή ήταν γραμμένη στην πίσω πλευρά ενός προσκλητηρίου γάμων φίλων του. Οπότε σε νεότερη επιστολή γράφει «Εκ παραδρομής, έγραφα επάνω σε προσκλητήριο γάμων! Διαγράφω το όνομα ώστε να μην στεναχωρηθούν οι ενδιαφερόμενοι κι ανησυχήσουν. Μία παράκληση: Στην Κέρκυρα με περιμένει η αδερφή μου το πρωί της Κυριακής. Επιθυμώ εάν εκπνεύσω να τηλεγραφήσετε “Δραζινός σοβαρά αδιάθετος, επανήλθε στην Αθήνα”. Μετά από μία ώρα να σταλεί 2ο τηλεγράφημα που να λέει πως χειροτέρεψα και σε ακόμα μία ώρα να σταλεί και 3ο τηλεγράφημα που να αναγγέλλει το θάνατό μου. Συγγνώμη για την παράκληση»

Σε μια επιστολή ακόμα, μας πληροφορεί πως ανέβαλε την αυτοκτονία του για να ταξιδέψει στην Κόρινθο και μετά στο Ναύπλιο ελπίζοντας να διαπιστώσει πως η είδηση του θανάτου δεν θα ταξίδευε τόσο γρήγορα την Κυριακή με τις εφημερίδες έως την Κέρκυρα.

Ο θάνατος του Σ. Δραζινού συντάραξε το περιβάλλον του. Κανένας δεν είχε καταλάβει τίποτε.
Μέσα στον φάκελο βρέθηκε μια συναλλαγματική προπληρωμένη έναντι 1939 δραχμών για τις 31 Αυγούστου. Ήταν η μοναδική του εκκρεμότητα, δεν ήθελε να χρωστάει τίποτα σε κανέναν ∴


[Το υλικό που παρουσιάζεται καθημερινά αποτελεί προϊόν πρωτογενούς έρευνας και αντλείται από τον τύπο της εποχής. Συγκεκριμένα ερευνώνται οι εξής εφημερίδες: «Παλιγγενεσία», «Ακρόπολις», «Εφημερίς» και «Νέα Εφημερίς». Η παρουσίαση του συγκεκριμένου υλικού συνιστά μια συγγραφική συρραφή μεμονωμένων ειδήσεων, οι οποίες προκρίνονται  -ανάμεσα σε δεκάδες άλλες- με κριτήριο όχι τόσο την ιστορική σπουδαιότητα των χαρακτήρων όσο της μοναδικότητας της ιστορίας τους.]