ΔΕΝθέλω να παραιτηθεί η Λίνα Μενδώνη. Υπουργός είναι. Βρίσκεται ήδη σε παραίτηση από την πηγαία ζωή. Έχει θυσιάσει το μέσα της για να φτάσει στη θέση που βρίσκεται. Όπως όλοι οι καρεκλοθήρες που πασχίζουνε για μια πολιτική καριέρα. Δεν θέλω να παραιτηθεί η Λίνα Μενδώνη. Θέλω να παραιτηθώ εγώ. Από την μολυσμένη καθημερινότητα μαζί της. Από την οσμή της σήψης που εκφράζει. Από το να βρίσκεται στη θέα μου διαρκώς. Όσο πιο λίγο τους κοιτάς τόσο μικραίνουν. Δεν θέλω να παραιτηθεί. Θέλω απλώς να μην την ξέρω. Να μην την έμαθα ποτέ. Θέλω να μην νομίζει πως με εκπροσωπεί. Ούτε εμένα. Ούτε τους φίλους μου. Θέλω να βρω τρόπο να διαφύγω από την ανάγκη της. Την ανάγκη κάθε υπουργού. Να τους καταστήσω αχρείαστους για τη ζωή μου. Δεν θέλω να παραιτηθεί. Συγκρατώ με νύχια και με δόντια την οργή μου. Κάθε μορφή αντιπολίτευσης ανοίγει τον δρόμο για το νέο έγκλημα που θα ‘ρθει. Είναι αποδεδειγμένο. Το πόσο αφελείς στεκόμαστε. Κάθε φορά. Γι’ αυτό την θέλω μόνιμα στην θέση της, απερίσπαστη, μαζί με τους Λιγνάδηδές  της, τους αυτοδιανοούμενούς της, και λοιπούς παρατρεχάμενους, να συντηρούν τα τραύματα αυτής της χώρας. Δεν θέλω να παραιτηθεί κανείς. Να βγουν απ’ το μυαλό μου θέλω. Το χέρι μου στη φωτιά εγώ δεν το βάζω. Ένα τραύμα πας να θεραπεύσεις και φτιάχνεις άλλα τρία. Ένα αλισβερίσι τραυμάτων κρατάει όρθια τη χώρα από γεννησιμιού της. Και κανείς δεν μιλά για γιατρειά. Μόνο για ανταλλαγή νυστεριών. Δεν θέλω να παραιτηθεί. Είναι παγίδα. Οι πιάτσες παιδικής πορνείας θα είναι στην θέση τους, όπως ήτανε πάντα, μέρα μεσημέρι, γύρω από την Ομόνοια. Γιατί δεν υπάρχει νίκη πια. Η ψευδαίσθηση της νικης που παρέχει το πολίτευμα στα διαμαρτυρόμενα πλήθη είναι και το μεγάλο ατού του για να διαιωνίζει τη συναίνεση. Για να αναπαράγει τη βία του με ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα. Δεν θέλω να παραιτηθεί. Κανείς από την κυβέρνηση. Θέλω να βρίσκονται ανενόχλητοι στο θρόνο τους. Εμποτισμένοι από την παραζάλη της κοινωνικής ανόδου. Για πάντα εκεί. Μέχρι την στιγμή που θα αυτοαναφλεγούν από απόγνωση όταν δεν θα βρίσκουν ανθρώπους για να κυβερνήσουν. Μια στάχτη η ιστορία τους. Για το τζάκι της ουτοπίας. Και κρυώνω πολύ.

 

.

.