Τον περιμένανε. Ήτανε θέμα χρόνου. Ως κι οι πλέον απρονόητοι είχανε προνοήσει κι ως κι απ’ τους πιο αναβλητικούς είχαν μ’ ορμή αναβλύσει όλες οι δέουσες γραφές, ύμνοι, θρήνοι, βιογραφίες, ποιήματα που ενέπνευσε ο βίος του, επιγράμματα που θα άρμοζαν στο μαυσωλείο του, εκτενή αφιερώματα σ’ όλες τις μάχες που έδωσε, και δη τις νικηφόρες, προκειμένου οι κάτοικοι της Επικράτειας να απολαμβάνουν τον «τρίφυλλό τους βίο», όπως χαριτολογώντας περιέγραφαν οι ίδιοι τη ζωή τους, ακριβώς γιατί χαρακτηριζόταν από μπόλικη ζαλάδα, απρόκλητα γέλια, ασαφή νεύματα στον αέρα, μονήρη στοχασμό κι ηδονική παραλυσία, χωρίς να λείπουν ασφαλώς και κάποιες εξαιρέσεις ανθρώπων δύστροπων, στριφνών και αγνωμόνων, μα αν έλειπαν κι αυτοί ή σαν τους άλλους ήταν, τότε η Επικράτεια θα ταυτιζόταν με τον επί γης παράδεισο, με μια ουτοπία δηλαδή, ή μάλλον μ’ έναν τόπο υπαρκτό μα αποκλειστικά περιορισμένο στο κεφαλάκι κάποιων φαντασιοκόπων.
Όσοι το είχαν σίγουρο ότι θα επιφορτιστούν με το έργο των επικήδειων λόγων, προβάρανε ήδη, όχι μόνο πριν από την κηδεία αλλά και πριν από τον θάνατό Του, τα λόγια που θα αναδείκνυαν τα έργα του Μέλλοντος Νεκρού, και τα προβάρανε μόνοι στα καμαράκια τους αρχικά, σε στενό οικογενειακό κύκλο στη συνέχεια, ενώπιον λίγων φίλων πιο μετά, ξανά μονάχοι τους στο τέλος, μια λέξη εδώ να ξαναδούν, μια φράση παραπέρα, μία πληροφορία όχι και τόσο καλά διασταυρωμένη, ν’ αλλάξουνε τον τονισμό όπου δεν εξυπηρετούσε τον επιτονισμό, να απαμβλύνουν την εκζήτηση όπου πρόδιδε την έλλειψη αυθορμησίας, να εισαγάγουν σκόπιμες αβλεψίες που θα αποδίδονταν στη συγκίνηση, να χρονομετρήσουν τη διάρκεια ανάγνωσης του λόγου τους, να προβλέψουν τις δυνητικές αντιδράσεις των ακροατών τους, να υπολογίσουν το μέγεθος της χρονικής φέτας που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν επ’ ευκαιρία της μετάβασής Του στην άχρονη αιωνιότητα.
Όμως η εν λόγω αιωνιότητα δεν έλεγε να πάρει μπρος. Ο Μέλλων Νεκρός πήγαινε σ’ άλλη διάσταση αυτό το «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού», το οποίο λεγόταν και ίσχυε, όμως για μια ευκαιριακή δουλειά, απ’ την οποία εντέλει κάποιος έπαιρνε σύνταξη, ή για μια περιστασιακή σχέση, που κατέληγε να διαρκεί ως το γήρας, κανείς ποτέ δεν διανοήθηκε να συνδέσει το ρηθέν με την ανθρώπινη ζωή, αφού ουδέν προσωρινότερον αυτής, όλοι το γνώριζαν κι όλοι αργά ή γρήγορα θα το επιβεβαίωναν εμπράκτως, εκτός από τον Μέλλοντα Νεκρό, που ήταν αλλόκοτα μόνιμος μες στην προσωρινότητα, αφύσικα παρών και ζωντανός, τόσο αφύσικα, ώστε από ένα σημείο και πέρα δεν μετρούσαν την ηλικία του με τα χρόνια αλλά με τον όγκο των ανενεργών νεκρολογιών, ο οποίος όλο και μεγάλωνε, διότι οι κάτοικοι της Επικράτειας είχαν την πεποίθηση ότι ο Μέλλων Νεκρός δοκιμάζει την υπομονή τους, όχι τη λογική τους, άρα απλώς αναβάλλει το μοιραίο, δεν το ματαιώνει, κι αν κάτι καλό μπορούσε απ’ αυτή την, ασύγγνωστη κατά τα άλλα, αναβλητικότητα να βγει, ήταν ότι δινόταν χρόνος να πεισμώσουν οι παλαιοί νεκρολόγοι και να τελειοποιήσουν τις νεκρολογίες τους, να φιλοτιμηθούν οι νεότεροι και να αναλάβουν τις δικές τους, γιατί το είχαν πάρει απόφαση, αν ο Μέλλων Νεκρός έδινε τόσο χρόνο στον εαυτό του, δεν θα τον στερούσαν οι ίδιοι απ’ τους δικούς τους εαυτούς, κι έτσι, όταν με το καλό ερχόταν –γιατί θα ερχόταν– το πλήρωμα του χρόνου, θα κηρυσσόταν πένθος μακράς διαρκείας, ούτως ώστε να νεκρολογήσουν όλο και πιο πολλοί, κι από πιο πολύ όλοι. Είχε γίνει πλέον αυτό υπόθεση ζωής τους και θανάτου Του.
Όμως ο εν λόγω θάνατος δεν έλεγε να έρθει. «Ούτε σήμερα;» λέγανε οι μισοί ζωντανοί αντί για καλημέρα, «ούτε» απαντάγανε οι άλλοι μισοί. Με τον καιρό, το πρόβλημα εκτός από σχεδόν μεταφυσικό, όσον αφορά τον Μέλλοντα Νεκρό, και απολύτως ψυχολογικό, όσον αφορά τούς μέλλοντες νεκρολόγους του, έγινε και πρακτικό: δεν χωρούσαν πλέον οι λόγοι πουθενά. Οι αποθηκευτικοί χώροι είχαν ξεχειλίσει, τα ράφια είχαν σκεβρώσει, τα συρτάρια είχαν μπουκώσει, αλλά και οι πλέον εξελιγμένοι τρόποι αποθήκευσης έδειχναν να εξαντλούνται. Όσο τα δεδομένα περιορίζονταν σε κάποια μεγαμπάιτς, δεν ετίθετο καν ζήτημα, στα γίγα ήταν όλα ελεγχόμενα, στα τέρα το πράγμα έδειχνε να ξεφεύγει, στα υπερτέρα ακούστηκε η πρώτη ομοβροντία ενός δύστροπου, πέντ’ έξι στριφνών και πλήθους μεν ευάριθμου δε αγνωμόνων: «Μα καλά, δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε;»
Δεν είχαν. Μέχρι που βρήκαν. Όχι κάτι καλύτερο. Κάτι αναγκαιότερο. Το σύνθημα, τυπικά, δόθηκε από την Επιτροπή Ασφαλείας της Επικράτειας: «Σταματήστε τις νεκρολογίες. Αφανίστε τις ήδη υπάρχουσες». Το διατασσόμενο έργο όμως είχε ήδη ξεκινήσει, γι’ αυτό και στο άκουσμα της επίσημης αναγγελίας του ούτε ένας δεν ήταν να μη μουρμουρίσει «Ναι, εσένα περιμέναμε να μας το πεις». Οι γόμες, τα ψαλίδια, οι καταστροφείς εγγράφων, τα πλήκτρα διαγραφής είχανε πάρει μπρος απ’ τους πολίτες, πολύ πριν να τρίξουν τα σκουριασμένα αντανακλαστικά του κρατικού μηχανισμού. Πού έβοσκε αυτός, όταν αναρτήθηκε το βίντεο που έγινε το απόλυτο viral; Πού κοιμόταν, όταν οι κάτοικοι της Επικράτειας είδαν πεντακάθαρα σε τι θανάσιμο κίνδυνο είχαν εκθέσει τόσο απερίσκεπτα τους εαυτούς τους; Είναι δυνατόν η Επιτροπή Ασφαλείας να ήταν η τελευταία που είδε τις εικόνες και τα λόγια που προκάλεσαν πάνδημο σοκ; Η αλήθεια είναι πως στην αρχή τού βίντεο δεν γινόταν κατανοητό τι ακριβώς συμβαίνει. Φαινόταν απλώς ένας άνθρωπος πεσμένος πάνω στο παλιομοδίτικο γραφείο του σπιτιού του. Θα νόμιζε κανείς ότι παίρνει έναν σύντομο υπνάκο, ξεθεωμένος από την προσπάθεια να γεμίσει όλες εκείνες τις σελίδες που ήταν σκορπισμένες γύρω του. Το πράγμα μπλέχτηκε όταν ένα χέρι σήκωσε όρθιο το κεφάλι, τραβώντας το απ’ τα μαλλιά τού πίσω μέρους, ενώ συγχρόνως ακουγόταν μια φωνή να λέει: «Αυτός είναι ο πατέρας μου, κι είναι νεκρός –ξυπνήστε». Πράγματι, φαινόταν άψυχο το πρόσωπο που κατέγραφε η κάμερα, ωστόσο όλων το βλέμμα καρφώθηκε στο μέτωπο τού νεκρού, αφού πάνω του ήταν γραμμένη μια λέξη, της οποίας όμως η κατοπτρική αποτύπωση σε συνδυασμό με την άτσαλη διασπορά του μελανιού έκαναν σχεδόν αδύνατη την ανάγνωσή της. Το μόνο ευκρινές ήταν ένα θαυμαστικό κοντά στον κρόταφο. Όμως, αλίμονο, όλα σε λίγο θα καθίσταντο σαφή. Ο γιος του νεκρού, συνεχίζοντας με το ένα χέρι να κρατά την κάμερα και με το άλλο το κεφάλι τού πατέρα του είπε: «Ο πατέρας μου ήταν νέος, ήταν υγιής, ήταν δυνατός. Κι όμως, τώρα είναι νεκρός. Πέθανε πάνω στο καθήκον, τον ξεπάστρεψε η αγωνία του να δώσει ένα αξιοπρεπές “παρών” προς τιμήν αυτού που δεν λέει με τίποτα να γίνει απών. Και ποια η ανταμοιβή του; Τον βρήκε ο θάνατος απάνω στο “ΑΘΑΝΑΤΟΣ!” Κυριολεκτικά. Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι αυτής της κακορίζικης λέξης, και ο πατέρας μου κατέρρευσε πάνω της και τώρα την κουβαλά στο κούτελό του σαν ειρωνεία, σαν χλευασμό. Αναλογιστείτε όλοι για ποιο πράγμα παλεύουμε. Γράφοντας για τον Μέλλοντα Νεκρό, πεθαίνουμε οι ίδιοι. Το μελάνι μας τονώνει το ματαιόδοξο αίμα Του. Θελήσαμε να είμαστε άνθρωποι ταπεινοί και ευγνώμονες, γι’ αυτό και ριχτήκαμε με τα μούτρα στο ευγενές μας έργο, να φτιάξουμε με τις λέξεις μας έναν υπέρλαμπρο τύμβο, αλλά αποδειχτήκαμε ηλίθιοι που σκάβουνε τον ίδιο τους τον λάκκο».
Το εύρος των αντιδράσεων στο αλλόκοτο θέαμα τού νεκρού νεκρολόγου ήταν μεν αρχικά μεγάλο, αφού κυμαινόταν από το δέος ως τον χλευασμό κι άκουγες να λένε «δυσοίωνον» οι λογιότεροι, «συμπωματικό» οι λογικότεροι, «creepy» οι νηπιότεροι, «χα χα χααααα» οι απαθέστεροι, «κοτ κοτ κοοοοοτ» οι ζωωδέστεροι, όμως μετά από την ανάρτηση, όχι πλέον μόνο στις οθόνες αλλά και σε κάθε τοίχο και κολόνα της Επικράτειας, μιας αφίσας με τη φωτογραφία του θύματος, που έφερε το τόσο ειρωνικό πλέον «ΑΘΑΝΑΤΟΣ!» στο κούτελό του, και με λεζάντα το ρητορικό ερώτημα «Θες να είσαι ο επόμενος;» ξεκίνησε, διστακτικά στην αρχή, ανενδοίαστα στη συνέχεια, το έργο της συστηματικής καταστροφής όχι μόνο των νεκρολογιών αλλά και κάθε τιμητικής αναφοράς στον Μέλλοντα Νεκρό. Δεν έλειψαν οι αψιμαχίες, αφού κάποιοι (λίγοι) εννοούσαν να μην βρίσκουν τόσο επιβλαβή για την υγεία τη δική τους νεκρολογία, λυπόντουσαν τον κόπο τους, αν την είχαν γράψει οι ίδιοι, ντρεπόντουσαν τον κληροδότη τους, αν την είχαν κληρονομήσει, και προσπαθούσαν με φτηνά κόλπα να διασώσουν τον λόγο τους, αφαιρώντας του απλώς τις ανθυγιεινές αποστροφές του. Έσβηναν από παντού το «Αθάνατος»!» και αντικαθιστούσαν φράσεις που έλεγαν κάτι σαν «Τέτοιοι άνθρωποι δεν πρέπει να πεθαίνουν ποτέ» με φράσεις που έλεγαν κάτι σαν «Τέτοιοι άνθρωποι θα πρέπει να γεννιούνται πιο συχνά», όμως ακόμα κι αυτοί στο τέλος, παρασυρμένοι τις πιο πολλές φορές από τον πανικό των οικείων τους, κατέστρεφαν ολοσχερώς τη νεκρολογία τους και ορκίζονταν σ’ ό,τι είχαν ιερό ότι δεν πρόκειται να γράψουνε καινούργια.
Στον μήνα επάνω, δεν είχε μείνει τίποτε γραπτό που να θυμίζει ότι ο Μέλλων Νεκρός είχε ζήσει στην Επικράτεια και την είχε κάποτε δοξάσει ως τα πέρατα της οικουμένης. Ίσως να φταίει αυτό, ίσως απλώς να έτυχε, πάντως συνέπεσε η πλήρης καταστροφή των νεκρολογιών με τον βιολογικό θάνατο του πρωταγωνιστή τους. Η είδηση δεν έπεσε σαν κεραυνός στη χώρα. Απεναντίας, μάλλον η χώρα έπεσε σαν κεραυνός στην είδηση. Οι κάτοικοι της Επικράτειας, αναλογιζόμενοι πόσο σκληροί και άδικοι είχαν υπάρξει, αλλά και πόσο αστόχαστοι, σχεδόν παράλογοι, θέλησαν να επανορθώσουν όπως-όπως. Το πρώτο που έκαναν ήταν να ζητήσουν αναβολή της κηδείας, για να προλάβουν εκ νέου να ετοιμαστούν, να ξαναγράψουν όλες τις δέουσες γραφές, ύμνους, θρήνους, βιογραφίες, ποιήματα που ενέπνευσε ο βίος του, επιγράμματα που θα άρμοζαν στο μαυσωλείο του, κι όλα όσα τέλος πάντων θα αποκαθιστούσαν την αδικία που είχαν διαπράξει –στους εαυτούς τους.
Παρότι έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά, απολαμβάνοντας την άνεση να γράφουνε «Αθάνατος!» αφού πλέον το τιμώμενο πρόσωπο είχε πεθάνει, έντρομοι ωστόσο διαπίστωναν ότι δεν θα προλάβαιναν στην κηδεία Του να μιλήσουν όλο και πιο πολλοί κι από πιο πολύ όλοι, γι’ αυτό και ζήτησαν νέα αναβολή της τελετής και το διήμερο που αρχικά τούς παραχωρήθηκε έγινε πενθήμερο, αλλά και πάλι δεν αρκούσε, γι’ αυτό και απαίτησαν ένα ολόκληρο δεκαήμερο «και βλέπουμε», όμως εκεί βρέθηκαν μπροστά στην κατηγορηματική άρνηση του Μείζονος Τελετάρχη: «Είστε τρελοί; Τι “δεκαήμερο και βλέπουμε” καλοκαιριάτικα –και με τέτοιο καύσωνα; Δεν καταλαβαίνετε ή μήπως θέλετε να προχωρήσω σε μακάβριες λεπτομέρειες; Άιντε, πέντε μερούλες και πολλές σάς είναι».
Η λύση ήρθε από το επόμενο viral, το οποίο αρχικά δεν είχε προοπτικές σημαντικής διάδοσης, μιας και επρόκειτο για βίντεο στο οποίο ένας από τους πλέον σοφούς κατοίκους της Επικράτειας φαινόταν να δίνει ακαταλαβίστικη διάλεξη περί του πραγματικού και του συμβολικού, του κυριολεκτικού και του μεταφορικού, του αληθινού και του εικονικού, άπατο θα πήγαινε, αν κάποιοι δεν είχαν την υπομονή να παρακολουθήσουν ως το τέλος όλη αυτή τη φλυαρία, την προνοητικότητα να την κοινοποιήσουν και την ευφυΐα να υποδείξουν: «Δείτε το ΟΛΟΙ από το 01:29:07 και μετά. Μας αφορά». Το είδαν όλοι και διαπίστωσαν ιδίοις όμμασι κι ωσί πόσο πολύ τούς αφορούσε η σοφή κατάληξη της προγενέστερης φλυαρίας: «Ούτως εχόντων των πραγμάτων, αγαπητοί φίλοι, θα πρότεινα να ταφεί πάραυτα το σώμα με συνοπτικές διαδικασίες και να κηδευτεί εν ευθέτω χρόνω το φέρετρο με όλες τις δέουσες τιμές».
Οι επιμέρους αντιδράσεις στην πρόταση του Σοφού, με δημοφιλέστερες αυτές στις οποίες ακούγονταν να λένε «ιδιοφυές» οι λογιότεροι, «σατανικό» οι λογικότεροι, «kinky» οι νηπιότεροι, «χο χο χο»» οι απαθέστεροι, «γουφ γουφ γουφ» οι ζωωδέστεροι, δεν κάλυψαν τον πάνδημο ενθουσιασμό για τη διαφαινόμενη λύση στο ήδη υπάρχον πρόβλημα, αλλά και για την υποσχόμενη μετάβαση στη διάδοχη κατάσταση: αφενός, οι ανάγκες ζώντων και τεθνεώτος είχαν προβλεφθεί με θαυμαστή οξύνοια και, αφετέρου, στο πρόσωπο του Σοφού (όχι αρκούντως γέροντος, μα σοβαρά, σύμφωνα με φήμες, ασθενούς) διακρινόταν το αμέσως επόμενο πρωταγωνιστικό υποκείμενο των νεκρολόγων.
Τα πράγματα έγιναν ακριβώς έτσι. Τη χυδαία κυριολεξία τής σορού ανέλαβαν οι σχετικοί υπάλληλοι, οι οποίοι ήταν και οι μοναδικοί αυτόπτες μάρτυρες τής ταφής της. Η συμβολική κήδευση του φερέτρου (μασίφ έβενος με επιχρυσωμένες χειρολαβές) τελέστηκε σαράντα μέρες αργότερα –χρόνος ρεκόρ, αφού εντός τής ασφυκτικής του διάρκειας αναπληρώθηκαν οι νεκρολογίες ετών ολόκληρων. Η κήρυξη πένθους «απροσδιορίστου διαρκείας» θα προσέφερε αφειδώς, σε κάθε πολίτη που το επιθυμούσε, τη δυνατότητα να τοποθετηθεί με τα λόγια του απέναντι στα έργα του εκλιπόντος, κάτω απ’ τα μανουάλια του καθεδρικού, περιτριγυρισμένος απ’ τις κάμερες, πλάι στο άδειο φέρετρο.
Οι πρώτες έξι μέρες κύλησαν κανονικά, με τους ομιλητές να μιλούν για τον νεκρό, με τους εφημερογράφους να γράφουν για τους ομιλητές και με όλους μαζί στο τέλος τής κάθε μέρας να μιλούν ο ένας με τον άλλον, πότε με ευαρέσκεια, αν στους εφημερογράφους άρεσαν οι ομιλητές, οπότε και τους επεφύλασσαν τη δέουσα μεταχείριση, πότε με δυσαρέσκεια, αν στους ομιλητές δεν άρεσαν οι εφημερογράφοι, οπότε και απαιτούσαν περισσότερο χώρο στην εφημερογραφία τους. Την έβδομη, όμως, μέρα, ένα απροσδόκητο γεγονός κατά τη διάρκεια του οποίου, αν και καταμεσήμερο, σκότος εγένετο και το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω, και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν, ανέστειλε τη συνέχιση των νεκρολογιών και στέρησε από πολλούς τη χαρά να αποδώσουν την τιμή τους στον Απόντα Νεκρό. Θύματα δεν υπήρξαν, παρά μόνο λίγοι τραυματίες, κι αυτοί ελαφρά. Το σοκ, ωστόσο, ήταν τεράστιο και καθολικό. Όλοι κατάλαβαν ότι κάπου το είχαν παρακάνει, είχαν ξεφύγει, είχαν διαπράξει ύβριν και τώρα εισέπρατταν τα επίχειρα της αλαζονείας τους. Ακόμα κι αυτοί που ψέλλιζαν πως επρόκειτο για τυχαίο συμβάν, ένα φυσικό φαινόμενο σεισμικής τάξεως, κατάπιναν τη γλώσσα τους κάθε που έπεφτε το μάτι τους στο άδειο φέρετρο που, άθικτο και απαστράπτον, ήταν σαν να επιχειρηματολογούσε υπέρ της θεοσημίας. Ποιος λοιπόν να φέρει αντίρρηση, όταν επιτέλους κάποιος ανέλαβε να πει φωναχτά αυτό που όλοι έλεγαν από μέσα τους: «Τι τις θέλαμε αυτές τις πολυτέλειες, τους έβενους και τα χρυσάφια; Αφού άδειο ήταν. Ένα απλό κασόνι αρκούσε».
Εικόνα εξωφύλλου: έργο του Γιάννη Κουνέλλη