Η ιδέα του ανεκπλήρωτου θανάτου
στην στιχομαντεία του Βύρωνα Λεοντάρη


του Κώστα Δημολίτσα

 

Η ποιητική συλλογή «Εν γη Αλμυρά» που αποτελεί την τελευταία και ωριμότερη σύνθεση του Βύρωνα Λεοντάρη είναι μία κατάδυση στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, με επίκεντρο τον αγώνα του μεταπολεμικού  ανθρώπου να συμφιλιωθεί με μία χρόνια κατάρα που τον καθορίζει: την ενοχή της επιβίωσης μέσα σε έναν κόσμο αλλοτριωμένο, κενό από ιδανικά και αφιλόξενο. Για την βαριά υπαρξιακή ενοχή που στοιχειώνει τον ποιητή, αλλά και για τον πόνο ο οποίος αδυνατεί να εκφραστεί ολικά μέσα από την ποίηση γίνεται λόγος στην ποιητική σύνθεση «Στιχομαντεία», το σκοτεινό κέντρο αυτής της συλλογής. Ο  Λεοντάρης, βρίσκει στην ποίηση ένα φάρμακο απέναντι στον ψυχικό πόνο αλλά παράλληλα αναγνωρίζει και την φυσική αδυναμία της να φωτίσει αυτά τα σκοτεινά βάθη:

Θνητός της ποίησης ο Λόγος
αλλά από ανάξιο φόβο την αθανασία ζητάει (1)

Το αίσθημα της ενοχής ως απόρροια της επιβίωσης καλλιεργεί την ανυποχώρητη και βασανιστική συνειδητοποίηση μίας σισύφειας μοίρας, που θέλει τον ποιητή εγκλωβισμένο στις κόγχες ενός τόπου ξένου και ενός χρόνου αφιλόξενου. Αυτή η συνθήκη επικρατεί τόσο εξαιτίας της μη-βίωσης των τραγικών γεγονότων που στιγμάτισαν τους προγενέστερους, όσο και από την αδυναμία των επιζώντων να ανατρέψουν τις καταστροφικές συνθήκες της κατοχής και του εμφυλίου. Το αίσθημα αυτό δεν περιορίζεται βέβαια στην δεύτερη μεταπολεμική γενιά, αλλά επεκτείνεται και σε ποιητές της προηγούμενης, οι οποίοι «έχασαν τον θάνατο» και σφραγίζονται από αυτό το σύμπλεγμα της «αποστέρησης από την δράση»(2). Οι στίχοι του Γιώργου Σαραντή, ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς «με τυραννούν οι πράξεις που δεν τόλμησα / το αίμα που δεν έδωσα με καίει» αναφέρονται λιτά σε αυτήν την υπαρξιακή συνθήκη(3). Η αμφισημία όμως που χαρακτηρίζει τόσο την λειτουργία της ποίησης όσο και του θανάτου (της «μοναδικής αλήθειας» όπως γράφει κάπου και ο Λουί Φέρντιναρντ Σελίν) είναι έντονη και δημιουργεί πολλές διακλαδώσεις εντός της «Στιχομαντείας». Ο θάνατος για τον Λεοντάρη αποτελεί αφενός ένα τέλος που εμπεριέχει τη γαλήνη και οδηγεί στην λύτρωση, ενώ η απώλειά του συμβολίζεται ως ένα μίασμα που το σέρνει σαν κατάρα:

Και τότε κοιταχτήκαμε μεσ’ στους τυφλούς καθρέφτες 
και νιώσαμε και εμείς και αυτή το μίασμά μας (4)

Η αναφορά στο μίασμα δεν μπορεί παρά να μας φέρει κατά νου την Χριστιανική διδασκαλία: προκειμένου να εκδηλωθεί το Κακό, κρίνεται απαραίτητος ένας φορέας ο οποίος θα είναι δεκτικός στην φθορά και την αλλοίωση. Στην προκείμενη περίπτωση ο ποιητής είναι ένας φορέας του Κακού, που δεν αποτελεί άλλο από την νεκροζώντανη, αλλοιωμένη φύση του. Ο παραλληλισμός με το προπατορικό αμάρτημα υποβόσκει, καθώς ο Λεοντάρης θεωρεί τον εαυτό του έκπτωτο και συνάμα ανεξιλέωτο από την  προκαθορισμένη μοίρα, η οποία τον θέλει εγκλωβισμένο στον χρόνο του και ψυχικά ευάλωτο να επιστρέψει.

Αλλά γιατί δεν βλέπω τίποτα για σας;
Ποιο μίασμα ανεξιλέωτο σέρνετε και σας σέρνει
και σκότος σιωπής απλώνει μέσα μου; (5)

Χρησιμοποιεί λοιπόν την ποίηση ως μία γέφυρα με το άγνωστο, με το σκοτεινό παρελθόν που χωρικά και χρονικά τον υπερβαίνει, εκτίοντας την αιώνια ποινή του μέσα από τη γραφή, και αποπληρώνοντας ένα «χρέος» απέναντι σε όσους χάθηκαν. Αυτό επισημαίνει και σε ένα από τα σημαντικότερα δοκίμιά του, την «Ποίηση της ήττας», όπου γράφει χαρακτηριστικά:

«Η ίδια η τόσο ανήσυχη ποιητική πραγματικότητα μας κάνει να επισημαίνουμε ακόμη ένα νέο ποιητικό κλίμα και μας επιβάλλει να μιλήσουμε σήμερα για μία ποίηση που πυρήνας της είναι η αίσθηση ότι ο σημερινός άνθρωπος βγαίνει καθημαγμένος από μιά ήττα, που δεν σημαδεύει ανεξίτηλα μονάχα τον ελληνικό χώρο αλλά είναι, γενικότερα, ήττα της ανθρωπότητας, του πολιτισμού… Όλοι οι επιζώντες είμαστε ηττημένοι. Η ήττα μας είναι ακριβώς το γεγονός ότι ζούμε, η τύψη μας γι’αυτό.» (6)

Στο επίκεντρο του στοχασμού του συναντάται το ηθικό και υπαρξιακό αντίκτυπο του ολοκαυτώματος, μία ανοιχτή πληγή στην ψυχική συνθήκη του μεταπολεμικού ανθρώπου που ο χρόνος δεν αρκεί για την επούλωση της. Δηλώνεται έτσι και η συμφωνία του με την γνωστή θέση του Τέοντορ Αντόρνο κατά την οποία δεν μπορεί να υπάρξει Τέχνη μετά την τραγωδία του Άουσβιτς:

 «το ίδιο άγχος και Άουσβιτς του λόγου και της ύπαρξης» (7)

Μετά το Άουσβιτς, ο ποιητής οφείλει να κραυγάσει και να καταγγείλει, αλλά η Τέχνη από μόνη της αποτελεί μία απάτη, μία φενάκη,⋅ και καμία μορφή της δεν μπορεί να αποδώσει τη φρίκη στην ολότητά της, πόσο μάλλον να την μεταμορφώσει(8). Η ποίηση λοιπόν αναλαμβάνει άλλοτε έναν ρόλο λυτρωτικό και άλλοτε λειτουργεί ως επιβεβαίωση αυτής της «ήττας», ως υπενθύμιση της φρίκης των κατοχικών χρόνων(9).

Σύμφωνα με τον Φώτη Τερζάκη:

«Ο τρόμος της στιχομάντισσας όταν συνειδητοποιεί πως δεν έχει να κάνει με πεθαμένους, δεν είναι εκκεντρική παραδοξολογία, διότι δεν σημαίνει καθόλου ότι έχει να κάνει με ζωντανούς. Η φρικτή της αποκάλυψη συνίσταται στο ότι έχει να κάνει με ένα είδος βαμπίρ, ζωντανούς νεκρούς που αρνούνται να πεθάνουν»(10).

Οι ζωντανοί δεν έχουν μέλλον
μόνο μία ακολουθία από επικείμενα
επόμενα όχι μελλούμενα (11)

Σε αυτό το σημείο του ποιήματος γίνεται φανερή η συνδήλωση μίας απόκρυφης μοίρας που στιγματίζει τους ποιητές, μίας καταραμένης αθανασίας, που θυμίζει την κατάρα του βρυκόλακα στην ρομαντική λογοτεχνία. Στο γνωστό μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ, η αρχετυπική μορφή του βρυκόλακα διεκδικεί την αθανασία και περιορίζει τον θάνατο στην σφαίρα του ιδεατού, εξαλείφοντας έτσι την ψυχή του ζωντανού σώματος, διατηρώντας όμως παράλληλα το νεκρό ως ζωντανή παράσταση. Δεν πρόκειται για μία αθανασία ουράνια, αλλά για ένα αιώνιο παρόν, ένα παρόν εγκλωβισμένο στην φθαρτότητα των εγκοσμίων.

Σε αυτόν τον τόνο κυμαίνονται και οι παραπάνω στίχοι του ποιητή, ο οποίος είναι καταδικασμένος στην επιβίωση, σαν νεκροζώντανος, μέσα σε ένα παρόν που δεν του ανήκει, σε μία incognita terra που τον αποξενώνει. Ο θάνατος τον έχει λησμονήσει, αλλά ο ποιητής αγκομαχεί να αναστυλώσει αυτή τη σχέση μέσα από τη γραφή, η οποία με τη σειρά της αποδεικνύεται άγος και άγος: άγιασμα και αγιάζι – αγώνας και αγωνία – λύτρωση και συντριβή – ευλογία και κατάρα(12), έννοιες που διαποτίζουν την υπαρξιακή περιπέτεια των μεταπολεμικών ανθρώπων σε όλο της το φάσμα, τόσο στην ποιητική όσο και στην βιωματική διάσταση της.

Η νεκροζώντανη φύση του ποιητή διατηρείται και προεκτείνεται μέσα στην ίδια τη γραφή, με τις λέξεις να λειτουργούν ως υποστασιοποιημένες αφαιρέσεις, σημασίες που έχασαν το περιεχόμενό τους. Δεν είναι πραγματικότητα, αλλά εικόνα της και επανάληψη της, ένα αμάλγαμα του ζωντανού γεγονότος και της νεκρής του αναπαράστασης. Είναι όμως και ο μόνος χώρος που απέμεινε στον Ποιητή, αφού η βιωματική πραγματικότητα και ο έρωτας απέτυχαν να σταθούν ως επαρκείς δικαιώσεις της ζωής. Η ποιητική διαδικασία αποτελεί λοιπόν έναν τόπο απομόνωσης για τον Λεοντάρη, μία νησίδα στην οποία μπορεί ο ίδιος να καταφύγει όταν όλοι οι άλλοι χώροι καθίστανται αφιλόξενοι, όταν μέχρι και ο έρωτας αδυνατεί να σταθεί επάξια απέναντι στην τελεσίδικη ιδέα ενός θανάτου, που δεν θα έρθει. Η πίκρα που διακατέχει τον Ποιητή εξαιτίας της αδυναμίας του να αλλάξει την ιστορία τον βρίσκει εξορισμένο σε μία αλμυρή γη, όπου όλα είναι ερειπωμένα και μοναδικός τρόπος να εκφράσει αυτον τον ψυχικό πόνο είναι η ίδια η Ποίηση. Εξού και η αναφορά από το βιβλίο του Ιερεμία (17:6), όπου ο Γιαχβέ προστάζει τους πιστούς να μην εναποθέτουν τις ελπίδες τους στον συνάνθρωπο, καθώς όποιος γυρίσει τα νώτα του στον Θεό θα υπάρχει «ως αγριομυρίκη εν ερήμω σε γη αλμυράν και ακατοίκητον»(13). Σε αυτήν την περίπτωση ο Ποιητής «αποστράτησε» από τις προσταγές του Θεού, στρεφόμενος προς τους συντρόφους του και το ουμανιστικό όραμα, μόνο για να δει τα ιδανικά του να αδειάζουν από περιεχόμενο, με φυσική συνέχεια την αυτοεξορία του στον μη-τόπο της Ποίησης.

.

Παραπομπές

1 Βύρωνα Λεοντάρη, Στιχομαντεία, από την συλλογή Εν γη Αλμυρά, σ. 51
2 Βύρωνας Λεοντάρης, Η Ακαταστασία της Ελληνικής Μεταπολεμικής Ποίησης, Κείμενα για την Ποίηση, σ. 94
3 Βύρωνας Λεοντάρης, Η Ακαταστασία… ο.π., σ. 56
4 Βύρωνα Λεοντάρη, Στιχομαντεία, ο.π., σ. 42
5 Βύρωνα Λεοντάρη, Στιχομαντεία, ο.π., σ. 42
6 Φώτης Τερζάκης, Εν Παρόδω/Βιβλιοκρισίες, Η Ποίηση ως αντεστραμμένη Θεολογία, Εν γη Αλμύρα, Πλανόδιον Ζ, 1999, αρ. 29, σ. 136
7 Βύρωνα Λεοντάρη, Στιχομαντεία, ο.π., σελ. 52
8 Βλ. Έλλη Φιλοκύπρου, Ο Απόκρημνος Χωροχρόνος της Ποίησης, εκδ. Νεφέλη, 2019, Αθήνα σελ. 180
9 Βλ. Έλλη Φιλοκύπρου, ο.π., σελ. 178
10 Φώτης Τερζάκης, ο.π., σσ. 143-144
11 Βύρωνα Λεοντάρη, Στιχομαντεία, ο.π., σελ. 42
12 Έλλη Φιλοκύπρου, ο.π., σ. 180
13 https://www.biblewe.com/el/bible/jeremiah/17

 

Βύρων Λεοντάρης (1932-2014)