Όσο ζούσε ο Χατζιδάκις, ποίημα του Χρονά μελοποιημένο απ` αυτόν δεν είχε ακουστεί. Κατά την πολύχρονη και πολυκύμαντη φιλία τους, οι δυο τους είχαν δώσει πολλά δείγματα αλληλεκτίμησης και συνεργασίας, τραγούδι όμως κανένα.
Ώσπου κυκλοφορεί το πρώτο μεταθανάτιο ανέκδοτο έργο του Χατζιδάκι: «Τα τραγούδια της αμαρτίας». «Σε ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου κι ένα του Γ. Χρονά», όπως έγραφε ως υπότιτλο ιδιοχείρως ο συνθέτης, χρίζοντας κατά μία έννοια το Χρονά ως επίγονο του Χριστιανόπουλου. Το «ένα του Γ. Χρονά» είναι η δημοφιλής πια «Ωδή» ή «Νεαρέ γιε του μπακάλη», όπως είναι πιο γνωστό.
Τρεις εβδομάδες πριν την αλλαγή της χιλιετίας, σα γούρι για τα επόμενα χίλια χρόνια, κυκλοφόρησε από το Σείριο το cd «2.000 μ.Χ.», με ανέκδοτες ηχογραφήσεις του Μάνου Χατζιδάκι. Τα τέσσερα πρώτα τραγούδια είναι πραγματική αποκάλυψη! «Περί πάθους», «Οχτώ», «Έπρεπε να ‘ρχόσουνα», «Η εκδρομή». Δε θυμίζουν κανένα άλλο έργο του συνθέτη, αν και φέρουν διακριτή τη μουσική του αντίληψη. Το βιβλιαράκι του cd γράφει ότι αυτά τα τραγούδια προέρχονται από τον «Κοινό Βίο» του 1977, και συστήνονται με τις λέξεις του ίδιου του Χατζιδάκι: «Ένα έργο πάνω σε μια ποιητική ιδέα μου, που χρησιμοποιώντας ποιήματα του Γιώργου Χρονά να σχηματίζεται ένα ειδικό κλίμα διαφορετικού κοινού βίου, ποιητικά τοποθετημένου, με περιγραφές ενός ακριβού κινηματογράφου. Έχουν γραφεί τέσσερα τραγούδια, μα ολόκληρο το έργο μένει ανολοκλήρωτο.» Ο Γιώργος Χατζιδάκις Θεοφανόπουλος και ο Νίκος Κυπουργός, που επιμελήθηκαν την έκδοση, αναφέρουν στο σημείωμά τους: «Ο Κοινός Βίος είναι ίσως το μόνο από τα ημιτελή έργα του συνθέτη, που μέσα από τα τέσσερα τραγούδια του ολοκληρώνεται. Σκόπευε δε, να το εκδώσει με τη φωνή του». Και προσθέτουν: «Ζητούμε συγνώμη από τους μουσικούς που έλαβαν μέρος στην ηχογράφηση του έργου, διότι παρά τις προσπάθειές μας δεν καταφέραμε να μάθουμε τα ονόματά τους. Την ίδια δυσκολία αντιμετωπίσαμε και με τους ηχολήπτες του studio όπου ηχογραφήθηκε.»
Στα δεκαεπτά χρόνια από την κυκλοφορία τους, τα τραγούδια αυτά γνωρίζουν επανεκτελέσεις και ηχογραφήσεις, τραγουδιούνται σε συναυλίες, αγαπιούνται, κι όλα αυτά ερήμην του συνθέτη τους, καταδείχνοντας έτσι τη δυναμική τους και την αντοχή τους στο χρόνο.
Τη διετία 2008 – 2009, η Μάρθα Φριντζήλα και η Τάνια Τσανακλίδου συνεργάζονται επί σκηνής, με τον Τάκη Φαραζή στο πιάνο και τον Παναγιώτη Τσεβά στ` ακορντεόν. Στο πρόγραμμά τους έχουν βάλει το «Έπρεπε να ‘ρχόσουνα», που το τραγουδάνε μαζί με το «Ρολόι στο Καπηλειό» από την «Εποχή της Μελισσάνθης».
Την άνοιξη του 2011 ο Σταύρος Ξαρχάκος παρουσιάζει στο Gazarte ένα πρόγραμμα που στο πρώτο μέρος του ακούγεται ο «Μεγάλος Ερωτικός» και στο δεύτερο τραγούδια από διάφορα έργα του Χατζιδάκι. Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος, ο Ξαρχάκος αφήνει τη μπαγκέτα του και ερμηνεύει επί σκηνής το «Οχτώ». Στιγμή ακριβή και σπάνια, αφού μετά το «Πρακτορείο» του στο «Ρεμπέτικο», ίσως δεν έχει ξανατραγουδήσει ποτέ δημόσια. Μα εδώ ο Ξαρχάκος δεν ερμηνεύει μόνο. Σκηνοθετεί! Στήνει μια σκηνή πάρκου, ένα σκηνικό ερωτικού περιθωρίου. Μόλις τελειώσει την πρώτη στροφή του «Οχτώ», έρχεται από το βάθος της αίθουσας ο Γιάννης Παλαμίδας τραγουδώντας τη δεύτερη. Τη στιγμή που εκφέρει το στίχο – πρόζα «Τι λες; Πάμε πιο κάτω;», ο Ξαρχάκος πετάει στο πάτωμα το τσιγάρο που καπνίζει, το πατάει με το παπούτσι του και φεύγει μαζί με τον Παλαμίδα. Τις βραδιές στο Gazarte το «Οχτώ» ερμηνεύεται όπως πραγματικά του πρέπει.
Τα επόμενα χρόνια, 2013 – 2014, η Μάρθα Φριντζήλα, που στα «Ρεζιτάλ» που κατά καιρούς και κατά τόπους δίνει με τον Παναγιώτη Τσεβά στο πιάνο έχει σχεδόν πάντα στο πρόγραμμά της την «Ωδή» από τα «Τραγούδια της αμαρτίας», επανέρχεται στον «Κοινό Βίο». Μετά το «Έπρεπε να `ρχόσουνα», που μοιραζόταν με την Τάνια Τσανακλίδου, τώρα παίρνει πάνω της την «Εκδρομή» και το «Περί πάθους», σε συναυλίες με το σχήμα της Kubara Project.
Τέλος (;) το 2015 τα «Παιδιά της Παλαιότητας» διασκευάζουν και ο Π.Ε. Δημητριάδης τραγουδά το «Περί πάθους». Η ερμηνεία του αυτή έρχεται να δέσει με το παλιότερο τραγούδι των Κόρε Ύδρο, το τελευταίο και άτιτλο του δίσκου τους «Όλη η αλήθεια για τα παιδιά του `78», το οποίο ήταν μελοποιημένο ποίημα από τα «Μαύρα τακούνια» του Χρονά («Θα παίζουν όπως τότε τα γραμμόφωνα»).
Ένα ημιτελές έργο του Χατζιδάκι λοιπόν χαράσσει τη δική του ξεχωριστή πορεία μέσα στο χρόνο, εμπνέει κι αγαπιέται, ερήμην του συνθέτη του. Δε συμβαίνει αυτό με πολλά έργα, ούτε με πολλούς συνθέτες. Ο «Κοινός Βίος» αναπτύσσει μια δυναμική τέτοια, που ξεπερνάει ακόμη κι αυτούς τους ίδιους τους δημιουργούς του.