21 χρόνια, 11 ταινίες
μια σχέση αγάπης και μίσους

 

Ο Γιώργος Αρβανίτης, μόνιμος συνεργάτης του Αγγελόπουλου για 21 χρόνια και ένας από τους κορυφαίους διευθυντές φωτογραφίας στον κόσμο, με 111 μεγάλου μήκους ταινίες στο ενεργητικό του, συνομιλεί ελεύθερα με τον Σαμσών Ρακά και καταθέτει το στίγμα που καθόρισε μια ολόκληρη εποχή.

 

 

ΟΜΕΡΤΑ

Δεν μιλάγαμε πολύ με τον Αγγελόπουλο, υπήρχε μια ομερτά μεταξύ μας, ήξερα ακριβώς τι ήθελε, ήξερε ακριβώς τι θα έφτιαχνα. Ήμασταν σαν ένας άνθρωπος χωρισμένος σε δύο τενίστες, μου έριχνε το μπαλάκι και του το επέστρεφα.

Ήμουνα ο πρώτος θεατής του Αγγελόπουλου, έβλεπα το καρέ πριν κι από τον ίδιο, αφού τότε δεν υπήρχαν μόνιτορ για να έχει ο σκηνοθέτης τον έλεγχο.

 

ΤΣΑΚΩΜΟΙ

Ναι μεν τον θαύμαζα απεριόριστα, αλλά μου έδινε την δυνατότητα του συνομιλητή, κάποια πρωτοβουλία κινήσεων. Γι΄ αυτό και τσακωνόμασταν συχνά. Για παράδειγμα, αντιδρούσα αρχικά στα πολύ μεγάλα πλάνα, θυμάμαι χαρακτηριστικά τα γυρίσματα του Ζαππείου στον «Μεγαλέξαντρο», που εισβάλλουν με τα άλογα και ήθελε να κάνουν τέσσερις κύκλους γύρω από τους ανθρώπους που χορεύανε στο προαύλιο. Του λέω «Ρε Θόδωρε αν κάνανε τρεις, τι θα διέφερε;», και φώναζε «άσε με, παράτα με» και τα λοιπά, ώσπου στο τέλος μου λέει «δεν θα με λέγανε Αγγελόπουλο αν έκαναν τρεις». Μέσα από αυτούς τους τσακωμούς έβγαινε κάτι πολύ δυνατό.

Ήταν δύσκολος άνθρωπος, είχε ένα εγώ τεράστιο, ήταν σκληρός, αλλά δεν γινότανε αλλιώς, έπρεπε να υποστηρίξει το όραμά του στο ακέραιο, και ακριβώς αυτό έκανε.

Έμαθα πολλά δίπλα στον Αγγελόπουλο, με σημάδεψε ο τρόπος του. Καθώς ξαναβλέπω τις ταινίες τώρα τον ευγνωμονώ που μου έδωσε την δυνατότητα να είμαι περήφανος για τη δουλειά που έκανα.

 

ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΙΚΟ ΦΩΣ

Από τη Φίνος Φιλμ βρέθηκα ξαφνικά στον κόσμο του Αγγελόπουλου. Έφυγα από τη Βουγιουκλάκη με τα λούσα και τα κομφόρτ της πόλης και πήγα θα έλεγα σε ένα χωριό, που βρήκα όμως το φως των παιδικών μου χρόνων. Ήταν φυλακισμένο μέσα μου, και με απελευθέρωσε. Βρήκα μια καταγωγή.

Το φως του Αγγελόπουλου είναι προσωπικό, το αναζητούσαμε σαν τρελοί, είχαμε ταυτιστεί. Αφού μια φορά άρχισε να βρέχει έξω, ήμασταν στο γραφείο του, δεν κάναμε τότε κάποια ταινία και του λέω «σήκω, πάμε για γύρισμα».

 

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΩΣ

Δεν νομίζω πως υπάρχει ακέραιο ελληνικό φως. Υπάρχει το βόρειο, το μεσογειακό και αφρικανικό. Στην Τυνησία, στην Αλγερία επικρατεί το ίδιο φως με την Ελλάδα. Στην Γαλλία επικρατεί άλλο φως.

Κάθε φως διαμορφώνει και τον χαρακτήρα σου. Το φως στην Ελλάδα σε καλεί να βγεις έξω, στο Παρίσι σε καλεί να μείνεις μέσα, στην Ισλανδία σε κάνει αλκοολικό από τα 18.

Το πρώτο μου σοκ ήταν όταν έκανα την πρώτη μου ταινία εκτός Ελλάδας. Ήμουν ξαπλωμένος σε ένα ξενοδοχείο του Βελγίου. Είχε μια μουντάδα. Θυμάμαι κοίταξα λίγο το ταβάνι και πέρασαν δυόμιση ώρες.

Μου είχαν πει τότε στο «Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου» του Νίκου Παναγιωτόπουλου πως ήρθα στην Αθήνα και έκανα ευρωπαϊκή φωτογραφία. Συγγνώμη, τι θα πει ευρωπαΐκή φωτογραφία; Βρίσκεσαι στην Αθήνα, πού είναι το ελληνικό φως; Χτυπιέται από τζαμαρία σε τζαμαρία κι ούτε ξέρεις την κατεύθυνσή του. Ποιο αθηναϊκό φως με τέτοιο νεφος; Ποια ελληνικότητα; Μπορείς να βρεις ελληνική ταβέρνα σήμερα; Είναι όλα ρεστοράν. Υπάρχει ρετσίνα; Ουίσκι πίνουμε. Τι διάολο μας έχει μείνει; Και η γλώσσα μας σε λίγο δεν θα υπάρχει.

 

 

ΛΑΘΗ

Από λάθη άλλο τίποτα. Ξαναβλέποντας τις ταινίες συνειδητοποιώ πως πολλά πράγματα θα γινόντουσαν διαφορετικά. Αλλά πρόκειται για λάθη που έχουν σχέση με την έλλειψη των μέσων. Με το χαμηλό budget. Με έναν ακόμη προβολέα που δεν διαθέταμε. Δεν γίνεται αλλιώς. Πρέπει να γίνει κάποιο λάθος στην τέχνη αν θέλεις να φτάσεις την αλήθεια. Πρέπει να φανεί το χειροποίητο.

 

Πρέπει να γίνει κάποιο λάθος στην τέχνη αν θέλεις να φτάσεις την αλήθεια. Πρέπει να φανεί το χειροποίητο.

 

Η Αναπαράσταση έγινε σε συνθήκες ακραίας λιτότητας και αυταπάρνησης. Κι όμως δώσαμε κάτι πρωτόγνωρο με τη φωτογραφία. Για τα ελληνικά δεδομένα μιλάω. Γιατί τον ρεαλισμό του ιταλικού κινηματογράφου δεν καταφέραμε ποτέ να τον φτάσουμε.

 

Η ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΒΕΓΓΟΥ

Θα σου πω πώς γεννήθηκε η σκηνή του Βέγγου που βγαίνει από το ταξί και πετάει ένα μπισκότο στη «Φύση». Κυκλοφορούσα από πόλη σε πόλη για γυρίσματα με ένα μικρό αυτοκίνητο και είχα δίπλα μου τον μακιγιέρ, τον Γιώργο Σταυρακάκη, που ήταν ένας πολύ ωραίος τύπος. Και φεύγουμε από τα Τρίκαλα για να πάμε στο Αίγιο και περνάμε από την Κατάρα. Ενάμισι μέτρο το χιόνι. Κι όταν φτάναμε σε ένα λοφάκι και ο δρόμος κατηφόριζε, μπροστά μας βγήκε ένα τοπίο κάτασπρο, δεν φαινόταν τίποτα. Αυτός ο τύπος δίπλα μου έτρωγε μπισκοτάκια Παπαδοπούλου. Και κάποια στιγμή εντελώς αψυχολόγητα ανοίγει το παράθυρο, βγαίνει ο μισός έξω και βάζει μια κραυγή «Μωρή φύση; μόνη σου είσαι. Κι εγώ μόνος μου είμαι». Και βγάζει ένα μπισκότο και της λέει «πάρε ένα μπισκότο μωρή». Ξαναμπαίνει μέσα. Κλείνει το παράθυρο. Δεν είπαμε τίποτα. Αλλά εγώ είχα συγκλονιστεί. Το είπα στο Θόδωρο. Και κατάφερε και το έκανε σκηνή καταπληκτική. Βιώματα ενταγμένα στο σινεμά.

Λείπει σήμερα πολύ, θα είχε κάνει πράγματα ο Θόδωρος τώρα…

 

ΨΗΦΙΑΚΟΤΗΤΑ

Η τεχνική εξέλιξη έχει επιφέρει καινοτομίες στο σινεμά, αλλά σαν να τους λείπει η ψυχή, έχει χαθεί το χειροποίητο. Τα θέματά τους είναι το πρόβλημα, η πολύ τεχνική έχει εκπαραθυρώσει τη σκέψη. Όταν με το Θόδωρο προετοιμάζαμε ένα πλάνο δέκα λεπτά, μπαίναμε μέσα, τι δεν έχουμε φιλμ και τέτοια, δινόμασταν ολοκληρωτικά, ξεπερνούσαμε τα τεχνικά μας μέσα. Αναζητούσαμε μιαν ουσία.

Κατά βάθος όμως το καλό σινεμά παραμένει το ίδιο. Απλά έφυγε το φιλμ από την κάμερα και μπήκε ένας σένσορας. Δεν διδάσκει διαφορετικά τους ηθοποιούς ένας σκηνοθέτης στο ψηφιακό.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ

Είδα πρόσφατα το Digger του Τζώρτζη Γρηγοράκη, ήτανε κάτι, μ’ άρεσε η ταινία.

Στο Παρίσι που βρίσκομαι δεν βλέπω πολλές ελληνικές ταινίες, δεν έρχονται. Είναι πρόβλημα ότι δεν είναι εξαγώγιμος ο ελληνικός κινηματογράφος.

Με αφορμή τα βραβεία Σεζάρ στα οποία ψηφίζω είδα μια ιρανική ταινία πρόσφατα και μια τυνησιακή. Καταπληκτικές. Με φως σαν το δικό μας. Κάθεσαι στην καρέκλα και δεν βγάζεις τα μάτια σου από την οθόνη. Δεν βλέπω κάτι αντίστοιχο στο ελληνικό σινεμά εκτός κάποιων εξαιρέσεων.

 

ΛΑΝΘΙΜΟΣ

Βρίσκεται έξω από τα ελληνικά δεδομένα. Ο Κυνόδοντας ήταν ωραία ταινία. Το «Favourite» ήταν θαυμάσιο. Θα σου πω ένα στοιχείο που εμένα μου άρεσε πολύ στην ταινία του. Σε καμία ταινία εποχής δεν είχαμε δει το ταβάνι. Σε καμία. Αυτός χρησιμοποιώντας ευρυγώνιους φακούς που δίνουν κυκλική αίσθηση έφτιαξε ένα χρυσό κλουβί που έκλεισε μέσα τη βασίλισσα και είδαμε το ταβάνι, και δίπλα, και παραπέρα και όλο τον περίγυρο, και ήταν καταπληκτικό. Κι όλα αυτά δουλεύοντας με φυσικό φως βγάζοντας μιαν ατμόσφαιρα κλειστοφοβικής χλιδής. Ήταν θαυμάσιο.

 

ΦΥΓΗ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

Φοβήθηκα ότι έγινα μανιερίστας, ήθελα να αλλάξω. Το προσπαθούσα βέβαια και στον Αγγελόπουλο όσο μπορούσα.

Επίσης άρχισε να πέφτει ο κινηματογράφος. Δεν μπορούσα ούτε μπορώ να κάνω διαφήμιση, ούτε τηλεόραση. Έπρεπε κάπως να ζήσω την οικογένειά μου.

Έκανα 55 ταινίες στο εξωτερικό. Και συνεχίζω. Δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο. Τώρα βρίσκομαι στις συζητήσεις για μια νέα ταινία. Όσο βλέπουν τα μάτια μου και αντέχουν τα πόδια μου θα κάνω σινεμά. Κι άσε το κοντέρ να χτυπάει τα ογδόντα στις 27 Φλεβάρη 2021 ∴

Ένα καρέ από την ταινία εποχής «The Delivered», την πιο πρόσφατη δουλεία του Γ. Αρβανίτη

 

 

__________________________________

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.