Ι
Θα αλλάξω μία μόνο λέξη στην δεύτερη πρόταση του «Ενώπιον του νόμου», της παραβολής-κλειδί του Φραντς Κάφκα. Θα την αλλάξω για να καταστήσω κάτι εύκολα ορατό: «Μπρος στην πύλη του νόμου στέκεται ένας φρουρός. Σε αυτόν το φρουρό πάει ένας ερμηνευτής και ζητά άδεια εισόδου στο νόμο. ‘Τώρα’, του λέει ο φρουρός, ‘δεν μπορώ να σε αφήσω να εισέλθεις’».
Η αντικατάσταση της λέξης «χωρικός» από τη λέξη «ερμηνευτής» είναι αρκετή για να καταστήσει ορατή την άμεση αναλογία ανάμεσα στο απροσπέλαστο του νόμου στο «Ενώπιον του νόμου» και στο απροσπέλαστο του «Ενώπιον του νόμου».
Αυτό σημαίνει πως το «Ενώπιον του νόμου», κείμενο που προ(σ)καλεί την ερμηνεία των σημαντικότερων κριτικών της λογοτεχνίας και φιλοσόφων εδώ και δεκαετίες, είναι δομημένο σαν νόμος, και ίσως σαν τον νόμο που απεικονίζει το «Ενώπιον του νόμου».
Το πρώτο βήμα για την ερμηνεία του «Ενώπιον του νόμου» είναι η αναγνώριση του γεγονότος ότι αποπειρώντας την ερμηνεία του, ο ερμηνευτής βρίσκεται Ενώπιον του «Ενώπιον του νόμου», δηλαδή αναδιπλώνει ή καθρεφτίζει τη θέση του χωρικού στην παραβολή, με το ίδιο το κείμενο να γίνεται το απροσπέλαστο κτίριο.
Αλλά αυτό επίσης σημαίνει ότι το περιεχόμενο της παραβολής αντανακλά ή αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο αυτή προσφέρεται και ταυτόχρονα αποσύρεται από την ερμηνεία. Είναι σαν «μπροστά από την πύλη» του κειμένου του Κάφκα να στέκει ένας φρουρός.
Αλλά μια παραβολή της οποίας το περιεχόμενο είναι ο εαυτός της ως παραβολή είναι μια παραβολή χωρίς πραγματικό περιεχόμενο. Είναι μια κατοπτρική επιφάνεια.
Μπορείς να εισέλθεις σ’ έναν καθρέφτη;
Όχι. Ο καθρέφτης είναι εκεί όχι για να διασχιστεί, αλλά για να δημιουργήσει μια ορισμένη μορφή απειρότητας.
Η μορφή αυτή δημιουργείται όταν το περιεχόμενο αναδιπλώνεται σε μορφή, ή όταν, που είναι το ίδιο πράγμα, το ερώτημα για την δέουσα ερμηνεία του νόμου αναδιπλώνεται σε ερώτημα για τον δέοντα νόμο της ερμηνείας.
ΙΙ
Τι είναι «νόμος» στο «Ενώπιον του νόμου;»
Eίναι μια δομή χωρίς περιεχόμενο. Η δομή αυτή είναι η δομή του νόμου σε όλα τα κείμενα του Κάφκα: προτροπή και ταυτόχρονα απαγόρευση· επιθυμία και ταυτόχρονα καταστολή. Ο «νόμος» είναι ό,τι καταστέλλει μια επιθυμία που ο ίδιος δημιουργεί, και ό,τι προκαλεί μια επιθυμία που ο ίδιος παρεμποδίζει:
«Μιας και η πύλη του νόμου είναι ανοιχτή και ο φρουρός παραμερίζει, ο άνδρας σκύβει για να δει μέσα από την πύλη στο εσωτερικό του νόμου. Μόλις ο φρουρός τον βλέπει, γελάει και του λέει: ‘Αφού σε ενδιαφέρει τόσο πολύ, γιατί δεν δοκιμάζεις να μπεις παρά την απαγόρευσή μου;’ […] Ο φρουρός καταλαβαίνει ότι ο άντρας βρίσκεται στα τελευταία του, για αυτό τον πλησιάζει και του φωνάζει δυνατά στα γέρικα αυτιά του για να τον ακούσει: «Εδώ δεν μπορούσε να λάβει κανείς άλλος άδεια εισόδου, γιατί αυτή εδώ η είσοδος ήταν μόνο για σένα προορισμένη.»
Η πύλη του νόμου είναι ανοιχτή αλλά δεν είναι στ’ αλήθεια, γιατί δίπλα της στέκει ένας φρουρός. Ο φρουρός απαγορεύει την είσοδο αλλά δεν την απαγορεύει στ’ αλήθεια, λέει αφενός ότι δεν είναι εφικτή «τώρα» (ίσως όμως στο μέλλον) και αφετέρου ότι η πύλη εισόδου ήταν εκεί μόνο για τον επισκέπτη. Ιδού η δομή: Προσπελάσιμο/όχι πραγματικά προσπελάσιμο-Απροσπέλαστο/όχι πραγματικά απροσπέλαστο.
Και πάλι, το κάτοπτρο, ο καθρέφτης που επεκτείνει και αντιστρέφει, αντιστρέφει και επεκτείνει.
Και ο καθρέφτης είναι επίσης η μόνη εικόνα του περιεχομένου του κτιρίου του νόμου: πίσω απ’ την πύλη μια άλλη πύλη, πίσω απ’ τον φρουρό ένας άλλος φρουρός…ad infinitum, ώστε να μην υπάρχει ποτέ πραγματικά «εντός» του νόμου, μονάχα ενώπιόν του, ή μάλλον vor, before, προ του νόμου, απέναντι στον νόμο, αντιμέτωπος με τον νόμο, πριν τον νόμο, πρότερος του νόμου.
ΙΙΙ
Στην παραβολή του Κάφκα, οι λέξεις επιστρέφουν στην κατάσταση των ιερογλυφικών. Καθώς ο φρουρός κλείνει την πύλη του νόμου, το κείμενο κλείνεται στον εαυτό του ερμητικά και καθώς κλείνεται πετρώνει, μνημειοποιείται. Το ότι τίποτε «δεν συμβαίνει» στο «Ενώπιον του νόμου», είναι, σε ένα επίπεδο, ψευδαίσθηση: «συμβαίνει», και μάλιστα μπροστά στα μάτια μας, η μετατροπή των λέξεων σε κείμενο, και του κειμένου σε τοίχο. Επάνω του, οι λέξεις είναι ιερογλυφικά που ψηλαφούμε με τα χέρια παρά γνωρίζουμε πια πώς να διαβάσουμε. Τέτοια είναι η εκτυφλωτική λάμψη ενός εσωτερικού χωρίς εσωτερικό, μιας μορφής που είναι περιεχόμενο του εαυτού της:
«Τελικά με τα χρόνια εξασθενεί το φως του χωρικού, δεν ξέρει αν πραγματικά σκοτεινιάζει γύρω του ή αν τον προδίδουν τα μάτια του. Παρόλα αυτά διακρίνει μέσα στο σκοτάδι μια αδιάλειπτη φωτεινή λάμψη που ξεπηδά από την πύλη του νόμου».
IV
Ενώπιον του νόμου, ο χωρικός είναι ανήμπορος. Παγιδεύεται στην ακινησία που φαίνεται να του επιβάλλει η ταλάντωση ανάμεσα σε «ανοιχτό» και «κλειστό», σε προτροπή και παρεμπόδιση, στο «όχι τώρα/όχι ακόμα» και το «πολύ αργά».
Ενώπιον όμως του νόμου δεν είναι ανήμπορο το «Ενώπιον του νόμου». Αντίθετα, ως κείμενο, έχει καταφέρει, κάτω απ’ τη μύτη του φρουρού, ούτως ειπείν, να βρει ένα άνοιγμα που του επιτρέπει να παρασιτήσει στον νόμο, να αντι-ποιήσει τον νόμο και την νομική εξουσία. Αποκτώντας τα χαρακτηριστικά του νόμου, καθιστώντας την ερμηνεία του νόμου νόμο της ερμηνείας ως συστατικό του νόμου της γραφής (θα επιστρέψω σε αυτό το ζήτημα), το «Ενώπιον του νόμου» παρενδύεται (παρενδύομαι: εισδύω πλαγίως, εισέρχομαι κρυφά) στον νόμο, του οποίου αποτελεί την παρένδυση. Δεν είναι απλά κατοπτρική εικόνα του νόμου, αλλά καρικατούρα (travesty)του νόμου, αντιστροφή του, αναρχική έκρηξη του γέλιου στην βλοσυρή του καρδιά. Ενός σκοτεινού γέλιου, ίσως. Αλλά γέλιου, παρ’ όλα αυτά. Το γέλιο του Κάφκα –που δεν είναι σαρκαστικό, ούτε ειρωνικό, ούτε παιδικό, ούτε αθώο, ούτε χαρούμενο, ούτε παραιτημένα στωϊκό– το γέλιο αυτό είναι ίσως το πιο «καφκικό» των ιδιοτήτων που προσιδιάζουν στο κειμενικό συμβάν «Κάφκα».
V
To όνομα του παρενδεδυμένου νόμου, του νόμου που εισδύει στον νόμο, παρεισφρέει εντός του, τον αντιποιεί, του νόμου που μνημειώνεται άμεσα, στιγμιαία, σε μια αδύνατη, απίθανη χρονικότητα, σ’ έναν νόμο πριν τον νόμο, έναν νόμο πιο αρχέγονα ισχυρό του νόμου, vor dem Gesetz, before the Law, devant la loi, είναι: λογοτεχνία.
VI
Η φράση του φύλακα της πύλης του νόμου—«τώρα θα πάω να την κλείσω»—κλείνει αλλά δεν κλείνει το «Ενώπιον του νόμου». Το κλείνει ως αυτόνομη παραβολή, όπως τη δημοσίευσε ο Κάφκα το 1915 και ξανά το 1919. Αλλά δεν το κλείνει ως μέρος της Δίκης, που πρωτοδημοσιεύτηκε μεταθανάτια, το 1925. Η Δίκη «ξανανοίγει», ούτως ειπείν, τον φάκελο του «Ενώπιον του νόμου», την κλειστή του πύλη (αλλά είναι όντως κλειστή η πύλη; Ο φύλακας λέει ότι θα την κλείσει, αλλά λέει και άλλα πράγματα, όπως ότι ίσως στο μέλλον επιτρέψει στον χωρικό την είσοδο, που δεν υλοποιούνται ποτέ στην πράξη). Την ανοίγει στην ερμηνεία του νόμου που διέπει το «Ενώπιον του νόμου», τη συζήτηση για τον δέοντα νόμο της ερμηνείας, με την οποία καταπιάνονται ευθύς αμέσως κατηγορούμενος και ιερέας στο κεφάλαιο «Ο καθεδρικός ναός», το προτελευταίο της Δίκης. Μάλιστα, το ζήτημα περί ανοιχτής ή κλειστής πύλης είναι ένα από τα πολλά που συζητούν οι δύο. Λέει λοιπόν ο ιερέας:
σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο φύλακας εξαπατάται πολύ περισσότερο [από ό,τι ο χωρικός]. Αυτό αφορά τα θεσμικά του καθήκοντα. Στο τέλος, λέει σχετικά με την πύλη ‘τώρα θα πάω να την κλείσω’, όμως στην αρχή [η παραβολή] λέει πως η πύλη του νόμου ήταν ανοιχτή όπως πάντα. Όμως αν είναι πάντα ανοιχτή, με το ‘πάντα’ να σημαίνει ανεξάρτητα από τη διάρκεια ζωής του ανθρώπου για τον οποίο προορίζεται, τότε ούτε και ο φύλακας μπορεί να την κλείσει. Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για το αν, με την ανακοίνωσή του αυτή, ότι θα κλείσει την πύλη, ο φύλακας απλά θέλει να δώσει μιαν απάντηση, ή να δώσει έμφαση στο καθήκον του, ή να κάνει τον άνθρωπο από την επαρχία να νιώσει μετάνοια και θλίψη στις τελευταίες του στιγμές. Πολλοί όμως συμφωνούν ότι ο φύλακας δεν θα μπορέσει να κλείσει την πύλη.
Από την οπτική του ιερέα, τα παραπάνω δεν συνιστούν ενασχόληση με αντιφάσεις του κειμένου, αλλά μονάχα δυνητικές ερμηνείες για την ανακοίνωση του φύλακα. Το κείμενο της παραβολής δεν περιέχει αντιφάσεις γιατί είναι απλώς αυτό που είναι, πέρα από την επικράτεια της ερμηνευτικής άποψης, ανεξάρτητο απ’ αυτή: «δεν πρέπει να δίνεις υπερβολική σημασία στις απόψεις», λέει στον Κ. «Αυτό που γράφηκε δεν αλλάζει, και οι απόψεις είναι συχνά απλώς εκφράσεις απελπισίας για το γεγονός αυτό». Και πιο πριν, σχετικά με τις προτάσεις «δεν μπορείς να εισέλθεις τώρα στον νόμο» αφενός και «η πύλη αυτή προοριζόνταν μόνο για σένα» αφετέρου: «δεν υπάρχει αντίφαση».
Για τον ιερέα, υπάρχει μόνο το κείμενο ως κτίσμα, στέρεο, απαράλλαχτο στον χρόνο, και ακίνητο (ή ανίκητο;), και υπάρχουν οι απλές γνώμες επί του κειμένου, οι απόψεις, οι ερμηνείες, ευάλωτες στη δεύτερη σκέψη, σε άλλες ερμηνείες, στο πέρασμα του χρόνου, στην αλλαγή άποψης. Για τον Γιόζεφ Κ., απ’ την άλλη, το κείμενο το ίδιο είναι προβληματικό· το κτίριο της παραβολής «Ενώπιον του νόμου» μπάζει, είναι διάτρητο, δημιουργεί ερωτήματα. Αλλά ο Γιόζεφ Κ. είναι κατηγορούμενος, όπως και ο ιερέας είναι εκπρόσωπος του δικαστηρίου. Τα συμφέροντά τους είναι μάλλον ασυμφιλίωτα. Γι’ αυτό και οι ερμηνείες τους θα τείνουν στην έκφραση ταύτισης με τον δύσμοιρο ικέτη στον νόμο στην περίπτωση του Γιόζεφ Κ και με τον βλοσυρό φύλακα του νόμου στην περίπτωση του ιερέα.
VII
Il n’ y a pas de hors-texte: δεν υπάρχει τίποτε πέραν από κείμενο. Λόγια όχι του Κάφκα και όχι ενός ραβίνου, αλλά οπωσδήποτε ενός Ιουδαίου. Η ερμηνεία του νόμου γίνεται τμήμα του σώματος του νόμου. Η ερμηνεία του «Ενώπιον του νόμου» γίνεται τμήμα του «Ενώπιον του νόμου», εξ αρχής. Αν ο νόμος δεν έχει εσωτερικό—ήδη στην συζήτηση για την παραβολή παρατηρείται ότι δεν προκύπτει από πουθενά ότι ο φύλακας ο ίδιος γνωρίζει ή έχει επισκεφθεί ποτέ τα ενδότερα—έχει όμως ένα εξωτερικό όριο που επεκτείνεται ατέρμονα. Ο ιερέας και ο Γιόζεφ Κ. στέκονται ήδη, στο εσωτερικό του μυθιστορήματος Η Δίκη, ενώπιον του «ενώπιον του νόμου» (ζηνωνικό ατέρμονο!), ερίζοντας για την ερμηνεία του. Αφενός, επειδή έτσι το «Ενώπιον του νόμου» μιμείται και συνάμα αντιποιεί τον Ιουδαϊκό νόμο, την Τορά, που εκτείνεται, στην προφορική της, μνημονεύσιμη και μεταδόσιμη μορφή, στους σχολιασμούς, επεξηγήσεις και διχογνωμίες των σοφών ραβίνων ανά τους αιώνες, τους εγκολπώνει και τους περιλαμβάνει. Αφετέρου, γιατί ο Κάφκα γνωρίζει ότι γράφει για να ερμηνευτεί κι έτσι για να παρερμηνευτεί κι έτσι προεικονίζει εννιά περίπου δεκαετίες ερμηνείας του εξ αρχής, εντός του κειμένου.
Δεν υπάρχει τίποτε πέραν από κείμενο.
Δεν υπάρχει τίποτε πέρα από ένα «ενώπιον» του νόμου ως κειμένου και του κειμένου ως νόμου. Το κείμενο/νόμος δεσμεύει, σε κρατά δέσμιο. Στην ερμηνεία. Για πάντα, ατέρμονα και ατελείωτα.
Αλλά ο Κάφκα έχει ήδη ξεφύγει. Δεν είναι ο άνθρωπος απ’ το χωριό, δεν είναι ο φρουρός, δεν είναι ο νόμος. Αφήνει πίσω του μόνο το ακατανόητο σχέδιο του πλάνου διαφυγής του.
Ενώπιον του Νόμου
του Φραντς Κάφκα
Μπρος στην πύλη του νόμου στέκεται ένας φρουρός. Σε αυτόν το φρουρό πάει ένας χωρικός και ζητά άδεια εισόδου στο νόμο. «Τώρα», του λέει ο φρουρός, «δεν μπορώ να σε αφήσω να εισέλθεις». Ο άνδρας σκέφτεται και μετά ρωτά το φρουρό εάν θα του επιτραπεί αργότερα η είσοδος. «Είναι πιθανόν», του απαντάει ο φρουρός, «τώρα όμως όχι». Μιας και η πύλη του νόμου είναι ανοιχτή και ο φρουρός παραμερίζει, ο άνδρας σκύβει για να δει μέσα από την πύλη στο εσωτερικό του νόμου. Μόλις ο φρουρός τον βλέπει, γελάει και του λέει: «Αφού σε ενδιαφέρει τόσο πολύ, γιατί δεν δοκιμάζεις να μπεις παρά την απαγόρευσή μου; Αναλογίσου μόνο το εξής: πόσο δυνατός είμαι εγώ, που είμαι ο κατώτατος φρουρός, και ότι από αίθουσα σε αίθουσα στέκονται άλλοι φρουροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλον. Να φανταστείς, τον τρίτο φρουρό δεν τολμώ ούτε εγώ να τον αντικρίσω».
Ο χωρικός δεν φανταζόταν πως θα συναντούσε τόσες δυσκολίες. Σκέφτεται ότι ο νόμος θα πρέπει να είναι ελεύθερος για όλους. Καθώς όμως παρατηρεί το φρουρό μέσα στο γούνινο παλτό του, τη μεγάλη σουβλερή μύτη του και τη μακριά, αραιή μαύρη τατάρικη γενειάδα του, αποφασίζει να περιμένει μέχρι να του δώσει εκείνος την άδεια να εισέλθει στο νόμο. Μάλιστα ο φρουρός τού δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει δίπλα στην πύλη. Εκεί κάθεται ο χωρικός και περιμένει για μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτραπεί η είσοδος και κουράζει με τα παρακάλια του το φρουρό. Εκείνος όμως ξεκινά κάθε τόσο να τον ανακρίνει, ρωτώντας τον για το χωριό του και για μύρια άλλα αδιάφορα πράγματα, που ρωτάει κανείς έναν υποτακτικό του, για να καταλήξει κάθε φορά στο ότι δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να εισέλθει στο νόμο.
Ο χωρικός που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, χρησιμοποιεί ό,τι έχει και δεν έχει, όσο πολύτιμο και να είναι, για να δωροδοκήσει το φρουρό. Εκείνος, ενώ παίρνει κάθε φορά ό,τι του δίνει ο χωρικός, συγχρόνως του λέει: «Το δέχομαι για να μη νομίζεις ότι δεν προσπάθησες αρκετά».
Καθώς περνούν τα χρόνια ο άνδρας παρατηρεί το φρουρό αδιάκοπα. Ξεχνάει τους υπόλοιπους φρουρούς που στέκονται πιο πέρα και θεωρεί ότι αυτός, ο πρώτος φρουρός είναι το πραγματικό εμπόδιο για να εισέλθει στο νόμο. Αναθεματίζει την κακή του τύχη, ξεδιάντροπα και δυνατά τα πρώτα χρόνια, αργότερα, καθώς γερνάει, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του και μεμψιμοιρώντας την ατυχία του. Κάνει σαν μικρό παιδί και, έχοντας κυριολεκτικά σπουδάσει με την πάροδο του χρόνου το φρουρό παρατηρώντας τον, όντας σε θέση να αναγνωρίζει και τους ψύλλους στο γούνινο γιακά του, παρακαλεί και αυτούς ακόμα τους ψύλλους να τον βοηθήσουν στην προσπάθειά του να μεταπείσει το φρουρό. Τελικά με τα χρόνια εξασθενεί το φως του χωρικού, δεν ξέρει αν πραγματικά σκοτεινιάζει γύρω του ή αν τον προδίδουν τα μάτια του. Παρόλα αυτά διακρίνει μέσα στο σκοτάδι μια αδιάλειπτη φωτεινή λάμψη που ξεπηδά από την πύλη του νόμου. Καταλαβαίνει πως δεν του μένει πολύς χρόνος να ζήσει. Και λίγο πριν από το θάνατό του, όλες οι εμπειρίες και απορίες μέσα στο μυαλό του γίνονται μια και μοναδική ερώτηση που μέχρι τώρα δεν έχει καταφέρει να θέσει στο φρουρό. Του γνέφει να πάει κοντά αδυνατώντας πλέον να ορθώσει το καμπουριασμένο του κορμί, έτσι ο φρουρός αναγκάζεται να σκύψει πάνω του αλλάζοντας στάση για χάρη του χωρικού. «Λοιπόν, τι άλλο θέλεις τώρα να μάθεις;» ρωτάει ο φρουρός το γέρο άντρα, «μου φαίνεται πως εσένα τίποτα δεν σε ικανοποιεί». Ο χωρικός του λέει: «Αφού όλοι λαχταρούν το νόμο, γιατί όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει έλθει κανείς άλλος, εκτός από μένα, να σου ζητήσει είσοδο;» Ο φρουρός καταλαβαίνει ότι ο άντρας βρίσκεται στα τελευταία του, για αυτό τον πλησιάζει και του φωνάζει δυνατά στα γέρικα αυτιά του για να τον ακούσει: «Εδώ δεν μπορούσε να λάβει κανείς άλλος άδεια εισόδου, γιατί αυτή εδώ η είσοδος ήταν μόνο για σένα προορισμένη. Φεύγω τώρα και την κλείνω».