Ο Επτανήσιος ποιητής και πολιτικός Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) γεννήθηκε στη Λευκάδα. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα εκεί κι έπειτα στην Κέρκυρα. Φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία. Ακολούθησε νομικές σπουδές στην Ελβετία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Συγκρίνεται με τον Διονύσιο Σολωμό ως ένας εκ διαμέτρου αντίθετος άνθρωπος, κοσμικός και δραστήριος ενσχέσει με τον πιο εσωστρεφή στιχουργό του εθνικού ύμνου. Έτσι και στους στίχους τους, κατά τον Κωστή Παλαμά, αν ο Σολωμός μάς ανυψώνει σε πλατωνικές σφαίρες και ρεμβασμούς, ο Βαλαωρίτης δεν εξεγείρει εντός μας τον έρωτα της ονειροπολήσεως, αλλά τον πόθο της δράσεως. Η αφηγηματική, εθνοκεντρική ποίηση του Βαλαωρίτη αντλεί στοιχεία από το δημοτικό τραγούδι και συναντά θεματικά την Επανάσταση του 1821. Παρά τα ρομαντικά στοιχεία, ο ίδιος προτιμούσε να προσδιορίζεται ως ιστορικός ποιητής.
Παρακάτω διαβάζουμε ένα γράμμα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη προς τον Επτανήσιο λυρικό και σατιρικό ποιητή Ανδρέα Τυπάλδο Λασκαράτο (1811-1901), γεννημένο στην Κεφαλονιά και με καταγωγή από τη Νάπολη. Με σπουδές στα νομικά κι αυτός, ενθαρρύνθηκε στην ενασχόλησή του με την ποίηση από τον ίδιο τον Σολωμό. Απ’ ό,τι φαίνεται ο Βαλαωρίτης είναι συνεργάτης στο έντυπο Λύχνος, το οποίο εκδίδει ο Λασκαράτος από το 1859 ως το 1868. Ο Λευκαδίτης βοηθάει στη συγκέντρωση των οικονομικών συνδρομών, όταν –όπως θα διαβάσουμε- τον χτυπάει μία εκ των οικογενειακών τραγωδιών του: ο θάνατος της αδελφής του. Έπειτα παραχωρεί ένα κείμενο για τον Λύχνο όπου αφηγείται πώς χύθηκε αίμα ελληνικό για να παύσει η καταστροφή του Παρθενώνα.
Ακολουθεί.
Αγία Μαύρα (Λευκάδα), 16/28 Νοεμβρίου 1859
Αγαπημένε μου Λασκαράτε,
Έχεις δίκιο, μεγάλο δίκιο να παραπονείσαι ότι από πολύ καιρό δεν σου έγραψα, καθώς έχεις δίκιο στον ύστερο αριθμό του «Λύχνου» να λες ότι από διακόσιες χιλιάδες Ιονίους δεν έλαβες για την εφημερίδα σου ούτε μία συλλαβή. Δεν ξέρω τι δύνανται να ειπούν οι άλλοι φίλοι σου εις υπεράσπισίν των, εγώ όμως είμαι βέβαιος ότι, γράφοντας σ’ έναν άνθρωπο που γνωρίζει τι δηλοί πόνος, θα λάβω την άφεσή μου.
Μάθε λοιπόν, φίλε, ότι τώρα, εσχάτως έχασα από τον κόρφο μου μία αδελφή μου. Ακόμη δεν μπορώ να καταπεισθώ ότι την έθαψα, τόσο η ασθένειά της στάθηκε βίαιη, τόσο ο θάνατός της ανεπάντεχος. Ήταν η ευρωστότερη από όλη την οικογένεια, ήταν εύμορφη σαν το ρόδο και πέντε παιδάκια επαράστεκαν τριγύρω από το προσκέφαλό της, όταν ο Χάρος την εζήλεψε και ήλθε να την αρπάξει. Ένοιωθα την καρδιά μου να ραγίζεται, όταν την είδα να σηκώνει το χέρι της κάτασπρο σαν το κρίνο να το πιθώσει επάνω σ’ εκείνα τα αθώα για να τους δώσει την ευχή της! Τι γλυκό απόχτημα που είναι η ευχή μιας μάνας όταν ξεψυχά!…
Τόσος εστάθηκε ο πόνος μου, όταν την είδα άφωνη και κρύα, ώστε τα δάκρυά μου πέτρωσαν μέσα στα μάτια μου και δεν μπόρεσα να κλάψω. Εκείνη την ημέρα είχαν αγριέψει και τα στοιχεία· ο άνεμος ήταν τόσο δυνατός, όπου έλεγες ότι θα με συνεπάρει. Τα σύννεφα έφευγαν κατάμαυρα επάνω εις τον ουρανό και δεν άκουα ολόγυρά μου παρά το κλάψιμο του κόσμου, το λυπηρό μοιρολόγι των κωδώνων, και το μούγκρισμα της τρικυμίας. Τέτοια ημέρα θα μου μείνει εντυπωμένη δι’ όσο και αν ζήσω.
Ιδού, φίλε μου, η αιτία που δεν σου έγραψα. Μολοντούτο δεν ελησμόνησα την υπόθεσή μου και ολοένα κυνηγώ τους συνδρομητές σου για να λάβω την πληρωμή. Λάβε όμως υπομονή, διότι συ το ξέρεις καλύτερά μου, άλλο υπόσχεσις άλλο εκπλήρωσις υποσχέσεως.
Είναι αλήθεια που έλαβα το χρυσό σταυρό του Σωτήρος, και επειδή νομίζομαι ανάξιος για τέτοια χάρη, παρακαλώ το Θεό να με βοηθήσει να γίνω άξιος και να μην ντρέπομαι να τον φορώ. [σ.σ. Η συλλογή του «Μνημόσυνα» που δημοσιεύτηκε το 1857, τιμήθηκε από τον Όθωνα με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος].
Σου είχα έτοιμο και ένα μικρό ανέκδοτο για τον «Λύχνο» και δεν επρόφθασα να το τελειώσω μολονότι σύντομο. Σήμερα το αντιγράφω όπως δύναμαι και συ διόρθωσέ το, τροπολόγησέ το, στόλισέ το, κάμε το όπως θέλεις. Άκουσε:
«Όταν τριανταεφτά τριανταοχτώ χρόνους πίσω αποφασίσανε οι Έλληνες να ελευθερωθούνε και αρπάξανε τα όπλα, έτυχε ο φοβερός Οδυσσεύς, ο υιός του Ανδρούτσου, να πολιορκεί την Ακρόπολη των Αθηνών, όπου ευρίσκοντο κλεισμένοι οι Τούρκοι και υπερασπίζοντο με μεγάλη καρτεροψυχία. Τότε ούτε οι δικοί μας δεν είχαν ακόμη αρνηθεί τη φουστανέλλα, ούτε οι Τούρκοι είχαν λάβει το νέο βάφτισμα που ηθέλησε να τους δώσει η Ευρώπη. Ο πόλεμος εγίνετο καθώς εις τον καιρό του Ομήρου. Μάλιστα στις πολιορκίες επροχωρούσε αργά, οι άνθρωποι εσκωτόνοντο με την ησυχία τους, δεν εγνωρίζοντο ακόμη όλα εκείνα τα καταστρεφτικά σύνεργα όπου η φιλανθρωπία των εθνών και η χριστιανοσύνη των βασιλέων εφεύρηκαν μετά ταύτα και δεν ήταν σπάνιο κάπου κάπου να βλέπεις τα ενάντια μέρη να στέκονται με τα χέρια σταυρωμένα και άνεργα δια ελλείψει από πολεμοφόδια. Κάτι παρόμοιο θα συνέβαινε βέβαια και την ημέρα όπου έτυχε το ακόλουθο συμβάν.
Εξύπνησαν κάποια παλληκάρια του Οδυσσέως πρωί πρωί και ρίχνοντας κατά τύχη το μάτι επάνω στην Ακρόπολη ροδοκόκκινη από το πρώτο γλυκοχάραμα έμειναν εκστατικά, βλέποντας τους Τούρκους ανεβασμένους επάνω στον Παρθενώνα και εργαζόμενους με μεγάλη βία να χαλούν τα ωραία εκείνα μνημεία. Τόσο παράξενη και ακατανόητη τους εφάνη τέτοια ανωφελής βαρβαρότης όπου έτρεξαν αμέσως να ειδοποιήσουν τον Οδυσσέα. Αφού ο στρατηγός εβεβαιώθηκε με τα μάτια του, αμόλυσε τρία τέσσερα από τα παλληκάρια του να πλησιάσουν στην Ακρόπολη και να ρωτήσουν τους Τούρκους γιατί έδειχναν τέτοια αγριότητα με τα μάρμαρα, τα οποία δεν τους προξενούσαν καμμία βλάβη. Επέταξαν μεμιάς εκείνοι οι γενναίοι και ύστερα από ολίγη ώρα έφεραν στο στρατηγό την απόκριση ότι οι Τούρκοι μη έχοντες άλλο μολύβι για να χύσουν βόλια και ξανοίξαντες βλέποντας ότι μέσα σ’ εκείνα τα μάρμαρα ευρίσκετο τούτο το μέταλλο, χυμένο επίτηδες για να δίνει δύναμη και σταθερότητα, είχαν αποφασίσει να προστρέξουνε σ’ εκείνο το χαλασμό για να δυνηθούνε να εξακολουθήσουνε τον πόλεμο.
Τέτοια απόκριση επροξένησε μεγάλη απελπισία στους Έλληνες και αφού στοχάστηκαν τι να πράξουν για να σώσουν από τον όλεθρο τα μνημεία του μεγαλείου τους, με μια φωνή όλοι αποφάσισαν να μηνύσουν στους αποκλεισμένους να παύσουν την καταστροφή και ήσαν έτοιμοι να τους προμηθεύσουν όσο μολύβι τους εχρειάζετο για την υπεράσπισή τους. Ούτω και εγένετο. Έστερξαν οι Τούρκοι, και οι Έλληνες εξαγόρασαν με το αίμα τους, δίδοντες στους εχθρούς βόλια για να τους σκοτώσουν, (για να σώσουν) τα πολύτιμα εκείνα μάρμαρα, τα οποία ήσαν προορισμένα να ζήσουν για να δουν και πάλι αναστημένο ολόγυρα τους εκείνο το έθνος, το οποίο από τόσους αιώνες εφαίνετο βυθισμένο σε λήθαργο.
Αξιοθαύμαστο παράδειγμα αρετής, γενναιότητος και ζήλου προς την πατρίδα! Η διαγωγή εκείνη του υιού του Ανδρούτσου τον απαθανατίζει περισσότερο απ’ όλα του τα ανδραγαθήματα, τον καθαρίζει από κάθε αμάρτημα, απαθανατίζει και το έθνος που έχει να διηγηθεί τέτοιες ιστορίες. Αν δε σφάλλω, γραμματικός τότε του Οδυσσέως ήταν ο πολυμαθής και γνωστός αρχαιολόγος Κυρ. Πιττάκης. Πώς θα εσπάραξε η καρδιά του, όταν άκουσε τον κρότο που έκαμναν τα καταστρεπτικά εργαλεία επάνω στα κιονόκρανα ή κεφαλοκόλωνα του Παρθενώνος, πώς θα εθάμπωσε το μάτι του μέσα στο δάκρυ! Ο Θεός της Ελλάδος εισάκουσε τη μυστική προσευχή όπου τότε βεβαίως θα έκαμε η καρδιά του και τού έσωσε εκείνα τα μάρμαρα για να τα ψηλαφίσει μετά ταύτα με τα δάχτυλά του και να τα φωτίσει με το πνεύμα και με την αγάπη του».
Φθάνει για σήμερα, φίλε Ανδρέα. Άλλη φορά θα σου γράψω και τίποτε καλύτερο όχι ως προς την ηθική βαρύτητα, αλλά ως προς το ύφος. Σε γλυκοφιλώ
Ο φίλος σου
Α. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
Στην παραπάνω δημοσίευση του γράμματος έγιναν μικρές γλωσσικές μετατροπές προς τη δημοτική για λόγους ευαναγνωσίας.
ΑΡ.ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ, ΕΡΓΑ, χ.ε. ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ