Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου

επιλογή και μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο

 

εκδόσεις ΑΓΡΑ, 1993

 

 

(από του Λιναριού τα Πάθη)

 

Aegina
Αίγινα

There is discomfort in the air, a very tender tomato plant grows out of the rock, two children play over the rooftops with a very heavy ball. I spend my days in the shade of a windmill whose stuck blades never turn no matter how hard the wind blows.

Μια δυσκολία υπάρχει γύρω, μεσ’ απ’ την πέτρα φυτρώνει μια πολύ τρυφερή ντοματιά, δυο παιδιά παίζουν πάνω απ’ τα σπίτια μια πολύ βαριά μπάλα. Στη σκιά του ανεμόμυλου περνάω τις μέρες μου, μαγκωμένος αυτός δε γυρίζει όσο κι αν φυσάει.

 

Corks
Φελλοί

I live in a huge house all by myself. There is no one to unbutton the top buttons on my back. When, in the morning, I tighten the ribbon I wear round my neck, there is no one to loosen its grasp at night. I struggle alone in front of the mirror. My nails ignite. The pupils of my eyes become two sea urchins. Then the knot loosens by itself. Tight fitting rings slip from fingers. Handkerchiefs, sheets turn into clouds in their cupboards. Corks, stuck for years in their bottles, swiftly pop out.

Ζω ολομόναχη μέσα σ’ ένα τεράστιο σπίτι. Δεν υπάρχει κανείς να μου ξεκουμπώσει, στην πλάτη, τα ψηλά κουμπιά. Όταν δένω σφιχτά, το πρωί, την κορδελίτσα που φορώ στο λαιμό μου, δεν υπάρχει κανείς να τη χαλαρώσει, το βράδυ. Παλεύω μονάχη μου μπροστά στον καθρέφτη. Τα νύχια μου ανάβουν. Οι κόρες των ματιών μου γίνονται δυο αχινοί. Τότε ο κόμπος, μονάχος του, χαλαρώνει. Γλιστρούν από τα δάχτυλα τα σφιχτά δακτυλίδια. Μαντίλια, σεντόνια, χαλαρώνουν σε σύννεφα μες στα συρτάρια. Φελλοί σφηνωμένοι από χρόνια μες στα μπουκάλια, πετιούνται με φόρα.

.

I recall you as a city
Σε θυμάμαι σαν πόλη

I recall you as a city, as if there were a country and you its capital. To get away from you, I climbed hills and mountains, and on Sundays I wandered around the suburbs. I remember you with gardens and palaces, courthouses and theaters, now that small villages bore me and the grass grows tall.

Σε θυμάμαι σαν πόλη, σα να υπήρξε μια χώρα με πρωτεύουσα εσένα. Για να ξεφύγω από σένα έπαιρνα τα όρη και τα βουνά, και τριγυρνούσα, τις Κυριακές, στα προάστια. Σε θυμάμαι με κήπους κι ανάκτορα, με δικαστήρια και θέατρα, τώρα που πλήττω μες στα μικρά χωριά και το χορτάρι ψηλώνει.

.

The Unicorn
Ο Μονόκερως

The unicorn exists. But so do rabbits. With vibrating mustaches and frightened little eyes, they multiply with each passing day. Till the unicorn’s loneliness, up in the mountains, turns mythical.

Ζει ο Μονόκερως. Ζούνε ωστόσο και τα κουνέλια. Με μουστάκια παλλόμενα, με ματάκια περίτρομα, γίνονται περισσότερα με την κάθε μέρα. Ώσπου η μοναξιά του Μονόκερου καταντάει μυθική, στα βουνά.

 

The find
Το εύρημα

My eyes grew weary in search of you. Now my dresses keep tearing at the seams, buttons hang from a single thread. My cloak’s tiny button slips away, is lost and there’s no match for it in the shops. What should I do? I walk through an endless forest, in the dead of night, I must find you tonight, I tell myself, either that or be forever lost. And, alas, I am not lost. There you are, sleeping in a small bed, under the darkest walnut tree. The dragon is not here, you whisper to me, waking up. And as I touch you, look, I am illuminated. That rare little button slips from under my tongue. All the buttons I’ve lost since childhood are shining haphazardly on the pillow.

Μαύρισαν τα μάτια μου να σε ζητώ. Ξηλώνονται πια οι ραφές στα φορέματά μου, κρέμονται τα κουμπιά μου από μια κλωστή. Το κουμπάκι της μπέρτας μου γλιστράει και χάνεται, που ταίρι δεν υπάρχει στην αγορά. Τι να κάνω; Σ’ ένα δάσος ατέλειωτο περπατώ μες στη νύχτα, πρέπει λέω, απόψε, να σε βρω ή να χαθώ. Και ορίστε, δε χάνομαι. Κάτω από την πιο σκοτεινή καρυδιά, σε μικρό κρεβατάκι κοιμάσαι. Λείπει ο δράκος, μου ψιθυρίζεις καθώς ξυπνάς. Κι όπως σ’ αγγίζω, να, υπερφωτίζομαι. Κάτω απ’ τη γλώσσα μου γλιστρά το σπάνιο κουμπάκι. Όσα κουμπιά έχω χάσει, από μικρή, λάμπουν ανάκατα στο μαξιλάρι.

 

The talisman
Το φυλαχτό

What others mindlessly threw away, my heart picked up one by one. I thought to myself that one bright day, one gloomy night, I might make out of these bits and pieces something resembling a talisman.

Αυτά που πετούσαν οι άλλοι, αστόχαστα, ένα ένα τα μάζευα εγώ στην καρδιά μου. Μια μέρα φωτεινή, μια μέρα σκοτεινή, μήπως φτιάξω, σκεφτόμουν, με κείνα, κάτι σα φυλαχτό.

.

The answers
Οι απαντήσεις

The questions strawberries tearfully ask, pomegranates will one day answer laughing. Winter puzzles concerning walnuts or chestnuts will be simply solved one fine spring, with flowers. Some day, November will speak to March, and December will respond to May. But I will not be there to listen. I’ll be gone with the strawberries of a gone spring, along with the mysterious walnuts, the inscrutable chestnuts.

Σ’ αυτό που ρωτούν δακρυσμένες οι φράουλες, θ’ απαντήσουν μια μέρα τα ρόδια με γέλια. Χειμωνιάτικα αινίγματα, για καρύδια, για κάστανα, θα τα λύσει η άνοιξη απλά, με λουλούδια. Θα μιλήσει μια μέρα ο Νοέμβρης στο Μάρτιο, θ’ απαντήσει ο Δεκέμβρης στο Μάη. Μα εγώ δε θα βρίσκομαι εκεί για ν’ ακούω. Με τις φράουλες μιας άνοιξης περασμένης θα έχω περάσει, με τα μυστήρια καρύδια, τ’ ανεξιχνίαστα κάστανα.

.

 

(από τον Μέγα Μυρμηκοφάγο)

 

The Great Anteater
Ο Μέγας Μυρμηκοφάγος

In Mexico, in Colorado, in the Amazon, somewhere out there, the tiny ants during leisure hours, sit and think: Why must the great anteater exist? Why has this irrelevant animal come to the Americas? They toss and turn restlessly in their underground lacelike nests. Yet sooner or later they’ll have to come out and start running around performing their various duties. And while they’re rushing about, the unfathomable one will show up. It will eat all of them, male, female and virginal, not giving a damn for their pitiful thoughts, and all their chores will be left unfinished.

Στο Μεξικό, στο Κολοράντο, στον Αμαζόνιο, σ’ ώρες αργίας, όξ’ από δω, κάθονται και σκέφτονται τα μικρά μυρμήγκια: Γιατί να υπάρχει ο μέγας μυρμηκοφάγος; Τι θέλει στην Αμερική το άσχετο ζώο; Κι ανήσυχα στριφογυρνούν, μες στις υπόγειες, δαντελένιες φωλιές τους. Αργά ή γρήγορα θα βγουν, θ’ αρχίσουν τα τρεχάματα για το’ να και για τ’ άλλο. Πάνω στη φούρια τους θα τα περιλάβει το ακαταλαβίστικο. Και θα τα κάνει μια χαψιά, αρσενικά, θηλυκά και παρθένα, δυάρα μη δίνοντας για τις φτωχές τους σκέψεις, αφήνοντας στη μέση όλες τους τις δουλειές.

.

Ladybugs
Οι πασχαλίτσες

The eucalyptus trees grow mighty, while from one year to the next I shrink. Hope I won’t vanish this year among the daisies. Hope ladybugs won’t walk over me.

Θεριεύουν οι ευκάλυπτοι, μα εγώ από χρόνο σε χρόνο μαζεύω. Μη χαθώ φέτο μέσα στα χαμομήλια, μην περνούν από πάνω μου οι πασχαλίτσες.

 

The trout
Η πέστροφα

A little trout was traveling up my veins and K. resolved to take it away from me. Instead of telling him to go to hell, I engaged in small talk. Why do you want it? What do you plan to do with it? It’s all I have, and so on. In a while he stopped asking me for it. My trout lay writhing in his hands.

Μια μικρή πέστροφα ανηφόριζε μέσα στις φλέβες μου, κι ο Κ βάλθηκε να μου την πάρει. Αντί να τονε στείλω στο διάβολο, έκατσα κι έπιασα ψιλή κουβέντα. Που τι τη θέλεις, τι θα την κάνεις, που μόνο αυτήνα έχω, και τα λοιπά. Σε λίγο έπαψε να μου τη ζητάει. Η πέστροφά μου σπαρταρούσε στα χέρια του.

.

The shipwreck
Το ναυάγιο

The ship sank and everyone onboard went down with it. But the passengers’ spite floated still. A small fish swallowed some and was poisoned. Sharks swam away horrified.

Το πλοίο βυθίστηκε αύτανδρο. Επέπλεε όμως η κακία των επιβατών. Ένα ψαράκι κατάπιε λίγη και φαρμακώθη. Έντρομοι απομακρύνθηκαν οι καρχαρίες.

 

Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου (1948-2000)

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Τ. Κ. μεταφράζει αγγλόφωνη λογοτεχνία, έχει δημοσιεύσει 3 ποιητικές συλλογές και δεν σκοπεύει να εκδώσει τέταρτη, παρόλο που γράφει ακόμα.