Τα μπαρ μ’ αρέσουνε πάρα πολύ. Είναι συνέχεια του κλασικού καφενείου. Ο άνθρωπος πάντα έχει ανάγκη κάποιων χώρων ουδέτερων, όπου τα πάντα μπορούν να ειπωθούν, και τα πάντα να συχωρεθούν.

Παλιότερα, ήμουνα όλη την ώρα στα καφενεία. Σ’ εκείνα τα υπέροχα μάλιστα, με το μπιλιάρδα. Η γυναίκα μου θύμωνε. Μα δε μπορείς, μου έλεγε, να φέρνεις τούς φίλους σου εδώ; ΕΙΝ  αvάγκη να τρέχεις συνέχεια στο καφενείο; Προσπαθούσα να της εξηγήσω ότι δεν είναι το ίδιο. Το σπίτι δεν είναι ουδέτερος χώρος. Ο επισκέπτης οφείλει να σεβαστεί τη γυναίκα, τα παιδιά, και τις απόψεις του οικοδεσπότη. Πρέπει επίσης να προσέχει πως κάθεται, και πόσο πίνει. Ενώ στο καφενείο, είναι εντελώς άνετος, μπορεί να πει ό,τι θέλει και να του απαντήσω κι εγώ όπως νομίζω. Τα καφενεία μας βοήθησαν πολύ στη ζωή μας. Αν βάλεις δίπλα-δίπλα δύο συνομήλικους, ίδιας μορφώσεως και τάξεως, αλλά και ίδιου δείκτη νοημοσύνης, οπού όμως ο ένας έχει κάνει πολλά χρόνια καφενέ κι ο άλλος λίγα, θα δεις ότι ο πρώτος είναι πολύ πιο εύστροφος, χαριτωμένος και κοινωνικός.

Πάνε όμως τα καφενεία. Το Βυζάντιο στην Αθήνα, το Αστόρια και το Πτι-Παλαί στη Θεσσαλονίκη. Το “Φάληρο”. Ο Γκιγκιλίνης.

Μου φαίνεται ότι oι πόλεις πια είναι πολύ άσχημες και το φως της ημέρας δεν έχει να φανερώσει τίποτα καλό. Επομένως, είναι απαραίτητο να πέσει το βραδάκι για να δημιουργηθεί το κλίμα εκείνο που ευνοεί τούς χώρους των συναθροίσεων. Αυτή την ανάγκη ήρθε να καλύψει, κατά την γνώμη μου, το μπαρ. Δεν είναι μόνο αυτό. Το μπαρ είν’ ένας χώρος πού μπορεί να στεγάζει και γυναίκες. Στα καφενεία δε μπορούσαν να πατήσουν. Άρα το μπαρ είναι κοινωνικά πιο ανοιχτό και πιο προχωρημένο. Μεγάλο ρόλο παίζει επίσης στα μπαρ ή μουσική. Η οποία κάνει τη σιωπή των θαμώνων πολύ εύγλωττη. Κι αναγκάζει, λόγω της εντάσεως της, τούς φλύαρους να περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα. Πράγμα πού κι αυτό, απ’ ό,τι παρατηρώ, είναι μία καινούρια κοινωνική ανάγκη. Για μένα προσωπικά πού ‘μαι φλύαρος άνθρωπος, το μπαρ λειτουργεί σαν ένα καινούριο, οδυνηρό σχολείο, οπού διδάσκομαι τη μούγγα.

Πάνω απ’ όλα μ’ αρέσει αυτή ή ατμόσφαιρα υπερβολικού συναισθηματισμού και ερωτισμού, που χαρακτηρίζει τα μπαρ. Ερωτισμού όχι με την έννοια ότι εκεί πέρα συνάπτονται ερωτικές γνωριμίες, αλλά με την έννοια ότι οι συνομιλίες έχουν εξομολογητικό χαρακτήρα. Ο άνθρωπος μέσα στο μπαρ χαλαρώνει με τη βοήθεια του ποτού και της μουσικής, βγάζει από πάνω του το άγχος της ημέρας και ξαναγίνεται, κατά κάποιο τρόπο, καθαρός και παρθένος απέναντι στους γνωστούς του, αλλά και στους νεοεμφανιζόμενους εκ της εισόδου. Κι επειδή αυτές οι εξομολογητικές συνομιλίες, λόγω της εντάσεως της μουσικής, αναγκάζουνε τους συνομιλούντες να μιλάνε δυνατά, το μπαρ γίνεται ένα τέμενος από φωναχτές προσευχές, σα χάβρα ή σαν τελετή Ινδιάνων.

Τα μπαρ είναι αμυντικά χαρακώματα απέναντι στην ισοπέδωση των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.


  • Απόσπασμα από συνέντευξη του Δ. Σαββόπουλου στον Σωτήρη Κακίση, εφημερίδα Εγνατία, 14.9.1981
  • Η φωτογραφία είναι από το περιοδικό Φαντάζιο (1971)
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.