Μικρός, ήμουν λάτρης του μικρού φορμά. Λίγες λέξεις, πολλές τελείες, όχι πολλά επίθετα. Ναι. Πολλές τελείες. Μικρές προτάσεις. Κοφτές. Να παίρνεις ανάσες. Να τις διαβάζεις τις λέξεις και να τις καταλαβαίνεις. Να τις καταλαβαίνεις και να τις καταπίνεις όπως τα φρούτα το καλοκαίρι. Όπως καταλαβαίνεις μια δαγκωνιά ροδάκινο ή μια φέτα καρπούζι. Να λες. Να μην εξηγείς. Να λες τι αισθάνεσαι, πόσο αγαπάς τον κόσμο, πόσο μισείς έναν άνθρωπο, πόσο θες να είσαι μαζί της, πόσο δεν αντέχεις άλλο. Μην εξηγείς τι αισθάνεσαι. Απλώς πες το. Για παράδειγμα:

«Την κοίταξα. Ήταν εκεί. Τράβηξα το βλέμμα μου για λίγο και την ξανακοίταξα. Ήταν ακόμα εκεί. Έπαθα έναν μικρό θρίαμβο.»

Μικρός ήμουν άρρυθμος. Λέξεις και λέξεις και λέξεις μετά από λέξεις κι όμως όλες μαζί τόσο άσχημες. Είχα κάτι να πω. Όλοι έχουν κάτι να πουν. Αλλά δεν φτάνει μόνο αυτό. Μόλις φύγουν οι λέξεις από το μυαλό σου και μπουν στο χαρτί, τότε είναι ορφανές. Δεν είναι πλέον δικές σου. Ο μόνος τρόπος να πουν αυτό που έχεις να πεις είναι ο ρυθμός. Και τότε πάλεψα να τις κάνω δικές μου. Κι ακόμα παλεύω. Πάλεψα να βρω το ρυθμό μου. Σταμάτησα να δίνω τόση σημασία στις προτάσεις. Κοιτούσα μόνο τις τελείες. Ήθελα να γίνω δραματικός; Μισή ανάσα από τελεία σε τελεία. Ούτε μισή. Μισή της μισής. Μετά κάπως να ξεκουραστώ. Τρεις ανάσες, τέσσερις ανάσες, πουθενά τελεία. Μέχρι να μπουχτίσω. Κατάλαβα τι είναι οι «ανηφόρες» και οι «κατηφόρες» στο λόγο. Όλα τα κείμενα είναι μια βόλτα με ποδήλατο. Αν δεν λαχανιάσεις, έλεγα, δεν έχεις γράψει κάτι καλό. Να το παίρνει ο άλλος, να το διαβάζει και να αναγκάζεται η καρδιά του να χτυπήσει όπως η δική σου. Μόνο τότε οι λέξεις γίνονται δικές σου. Για παράδειγμα:

«Και δεν είσαι δική μου. Και ποτέ δεν θα γίνεις. Και έχω μάθει να ζω με αυτό. Και έρχομαι και σε παίρνω από τη δουλειά που σχολάς, και καμιά φορά, αν δεν είσαι πολύ κουρασμένη, μου χαμογελάς και καμιά φορά σε παίρνω και φεύγουμε και πάμε σ’ αυτό παγκάκι που σ’ αρέσει να τρως παγωτό. Και σε κοιτάω να τρως παγωτό. Σε κοιτάζω να μην είσαι δική μου. Σε κοιτάζω να μην είσαι κανενός. Και είσαι τόσο όμορφη.»

Οι λέξεις δεν είναι κατοικίδια, να τους λες κάτσε και να κάθονται. Οι λέξεις δεν σημαίνουν αυτό που θες εσύ. Σημαίνουν ό,τι γουστάρουν. Αν μια λέξη είναι κάπως περίεργη, και μια μέρα σημαίνει αυτό και τη μια μέρα το άλλο, τότε πέτα τη. «Παράφορα». Τι σημαίνει «αγαπάω παράφορα»; Για καθέναν κάτι διαφορετικό. Ο ένας αγάπησε παράφορα και από τότε άρχισε να χτυπάει τις γυναίκες. Ο άλλος αγάπησε παράφορα και έκοψε τις φλέβες του. Την πετάμε. Κι όχι περίεργα ρήματα. Δεν γράφεις αστυνομικό, έλεγα. Κι όχι περίεργα επίθετα. Δεν γραφεις ποίηση, έλεγα επίσης. Φτιάξε εικόνες που να είναι όμορφες. Εικόνες απλές, σαν καδράκια μικρά. Αυτά που έχουν μέσα ένα βουνό, άλλες φορές ένα σπίτι. Ίσως μια βάρκα. Για παράδειγμα:

«Είχαν περάσει ήδη δέκα λεπτά που την κοιτούσε. Ειχε ένα τεράστιο χαμόγελο κάτω απο τη μυτερή της μύτη. Κάπως αλλόκοτο. Κάπως παραπονιάρικο. Στις άκρες του χαμόγελού της φύτρωναν δυο κάθετες ρυτίδες σαν μεγάλες παρενθέσεις. Το χαμόγελό της σε μια παρένθεση. Πράγματι. Τρεις μήνες κράτησε το χαμόγελο. Μετά ήρθε το παράπονο.»

Μικρός, δεν είχα υπομονή. Δεν ήθελα τα κείμενα να απλώνουν. Φτιάξε τους χαρακτήρες σου, κάντους ενδιαφέροντες και πες μια ιστορία απλή. Αυτός θέλει κι αυτή δεν θέλει. Πρόβλημα. Αυτή μισεί τον πατέρα της. Πρόβλημα. Αυτός αγαπάει τη μάνα του. Πρόβλημα. Αυτός δεν αγαπάει κανέναν. Πρόβλημα. Και βρες ένα τέλος. Όλα πρέπει να τελειώνουν. Και ήθελα να τελειώνουν γρήγορα. Είχα βάλει τόσους κανόνες, που στο τέλος δεν μπορούσα να ανασάνω. Τα κείμενα μου είχαν ρυθμό αλλά ήταν πειθαρχημένα και στεγνά. Και γίνονταν όλο και πιο μικρά. Και πιο μικρά. Και να μην έχουν ούτε χαρακτήρες. Να μην έχουν ούτε τόπο ούτε χρόνο. Να μην έχουν επίθετα. Να μην έχουν τίποτα. Και τότε, μια μέρα, χτυπημένος από τον έρωτα και πνιγμένος από το ουίσκι, έγραψα το πιο μικρό διήγημα του κόσμου. Πήγαινε κάπως έτσι:

«Εδώ αρχίζει ένα διήγημα. Ο Εγώ κι ο Εσύ ζούσαν μακριά ο ένας απ’ τον άλλο. Τέλος.»

Το κοίταξα. Έκλεισα το τετράδιο και έπεσα για ύπνο. Μετά από τρεις μήνες πέταξα οτιδήποτε είχα γράψει μέχρι τότε και ξεκίνησα από την αρχή.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Φοίβος Βογιατζής γεννήθηκε στην Αθήνα. Μετα από 34 χρόνια τουρισμού σε Σάμο, Σύρο και Αθήνα, εργάζεται τώρα σαν οξυγονοκολλητής στην καρίνα του Σταρ Τρεκ.