Οι δυο λογοτέχνες, Νίκος Βέλμος (1890-1930) και Στρατής Δούκας (1895-1983), γνωρίστηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1918 όταν ο πρώτος ανέβαζε παραστάσεις για φαντάρους -εν μέσω επιστράτευσης- με τον Στρατιωτικό του θίασο. Σύντομα θα βρίσκονταν και οι δυο στην Αθήνα και θα έγραφαν τα επεισόδια μιας βαθειάς φιλίας. Η αλληλογραφία τους αριθμεί δεκάδες επιστολές. Ο Δούκας υπήρξε πιστός φίλος του Βέλμου μέχρι το θάνατό του το 1930. Ήταν μαζί του κυριολεκτικά μέχρι τις τελευταίες του ώρες. 

Ο Στρατής Δούκας στο στρατό

Ένα στιγμιότυπο της φιλίας τους καταγράφεται την άνοιξη του 1927 όταν ο Στρατής Δούκας είχε επιστρέψει εν απογνώσει στον τόπο του, στο Αρκουδοχώρι της Νάουσας, εξαντλημένος από τις προσπάθειες βιοπορισμού του στην Αθήνα αλλά και από την «μαύρη αχαριστία» των ανθρώπων: «Ξέρεις σε ποια κατάσταση έφθασα εδώ», έγραφε σ’ ένα γράμμα, «φερμένος από τις έννοιες και τις φροντίδες των πλαγινών μου κι από κρυφά βάσανα που ποτέ δεν εκμυστηρεύθηκα». Αναφέρεται έμμεσα τόσο σε οικογενειακά του ζητήματα, όσο και στον Μηνά Πεσματζόγλου, στενό τους φίλο, που υπήρξε εργοδότης του στο εργαστήριο αγγειοπλαστικής «Κιουτάχια». Ο Δούκας -που θα γινόταν γνωστός σα συγγραφέας και επίσης ζωγράφιζε- είχε αναλάβει καλλιτεχνικός διευθυντής το 1925 και με πολύ προσωπικό κόπο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία της «Κιουτάχιας». Όμως, ο εργοδότης του τον εξάντλησε σωματικά και ψυχικά, με αποτέλεσμα ο Δούκας νοιώθωντας κατάφωρη αδικία να θελήσει να αποτραβηχτεί μακρυά από όλα. 

Κεραμικά από την «Κιουτάχια»

Γνωρίζοντας την κατάσταση, ο Νίκος Βέλμος, μέσω του σπαραχτικού γράμματος που δημοσιεύουμε, βάζει τα δυνατά του και επιχειρεί να τον πείσει να επιστρέψει στην Αθήνα. Και τα καταφέρνει περίφημα. Ο Στρατής Δούκας θα επιστρέψει στην πρωτεύουσα λίγες μέρες μετά και σύμφωνα με τον βιογράφο του Τάκη Κόρφη θα εγκατασταθεί σε έναν εγκατελειμμένο ανεμόμυλο (!) στο ψήλωμα πάνω από το Α’ Νεκροταφείο. Όπως έλεγε και ο Νίκος Βέλμος, η ζωή του Δούκα ήταν ανώτερη από το έργο του.

 

Αγαπητέ μου Στρατή

Έλαβα το χιλιοπικραμένο σου γράμμα και δεν ξέρω τι να κάνω. Σε παρακαλάω άφησέ με να σου εκφράσω μερικούς πόθους μου και σε παρακαλώ κλίνε σ’ αυτούς. Έπειτα δε μου φαίνεται σωστό να σε βλέπω να υποφέρεις εξ αιτίας του εαυτού σου και να περιφρονείς τους πόθους μιας αγάπης τόσο αληθινής ενός τόσο δυστυχισμένου φίλου σου. Δε βρίσκω άλλη λύση από αυτή και δεν επιθυμώ και δεν απαιτώ άλλο, παρά την 1η Σεπτεμβρίου να βρεθείς κοντά μου. Το θεωρώ σα θυσία να ρθεις εδώ για πέντε μήνες και να μείνεις ήσυχος σ’ ένα κοντινό βουνό και να μπορούμε να ρχόμαστε να σε βλέπουμε. Πολέμησε τη φιλοτιμία… Μη ζητάς να δοκιμάσεις περισσότερο τη δυστυχισμένη μου ζωή μ’ αυτή… Πιο πολλά πάνω σ’ αυτά δεν έχω να σου πω. Αν δε το θεωρείς θυσία αυτό που σου ζητώ  να ρθεις, κάνε το ως θυσία κι έλα. Νιώθω τι θα πουν οικογενειακές πίκρες, μα πιο πολύ ξέρω και κείνο που δεν μπορούμε πιο πολύ από αυτές να εκτιμήσουμε: τη φιλία.

Πρόσεξε τα δύο σκίτσα του Χαλεπά, το ‘να που ‘κανε για το «Φραγγέλιο» κι αυτό που ‘κάνε για του Οικονόμου το μνήμα. Θαρρώ πως σου μιλώ κι ότι θα σε παρηγορούσα λέγοντάς σου πράγμα που ξεφεύγουν απ’ τη λύπη σου.

Τι να σου πω; Μου φαίνεται ότι ματαιοπονούμε κι οι δυο μας υποχωρώντας ο ένας στον άλλον. Απαίτησή μου θα ‘ταν, τούτη τη φορά, να υποχωρήσεις εσύ σε μένα, όχι για να γίνει το δικό μου, μα γιατί είναι σωστό. Να ξοφλήσουμε τη ζωή μας, έτσι χωρίς λόγο, λες να ‘ναι σωστό;

Είμαι πολύ κουρασμένος. Η δυστυχία μου μπορεί να ‘ναι μικρότερη απ’ τη δική σου, μα η σταθερότητά μου που ‘ναι ασύγκριτη , είναι κι αυτή μια τόσο μεγάλη δυστυχία.

Την εποχή που σου γράφω για να ρθεις είν’ η ωραιότερη της Αττικής. Έλα. Πρόκανε τον πόθο μου∙ είναι τόσο μεγάλος που δεν τον βαστάει το αδύνατό μου κορμί. Πιστεύω πως πέντε μήνες ξενοιασιάς θα ζήσεις εδώ και θα κάνεις ό,τι σ’ αρέσει. Θα ‘ναι κι ο Σπύρος εδώ άμα ρθεις και η Όλγα [Σπύρος και Όλγα Παπαλουκά] που σε πονεί πιο πολύ κι από μένα κι από τον Πικιώνη. Θα γίνει ευτυχισμένη μόλις σ’ αντικρίσει. Δεν την κάνει ο χωρισμός να σ’ αγαπά τόσο μα μια αληθινή φιλία, εκείνη που αισθάνονται οι ψυχές που πεθαίνουν πρόωρα, γιατί είναι πλασμένες για μια κοινωνία που θα ρθει σε χρόνια… Μια κοινωνία που θα ρθει σε χρόνια αξίζει τη θυσία της ζωής μας. Κι αυτή πιστεύω θα ζήσει για τη δημιουργία που ‘ναι η μόνη χαρά του κάθε ανθρώπου.

Περιμένω. Άφησε τα ταξίδια στους σαπιότοπους που ζεις. Ξέχασε ότι πρέπει να ξεχαστείς. Στη ζωή σου έκανες πράγματα δύσκολα, δυσκολότερα απ’ αυτά που σου γυρεύω εγώ. Για το Θεό, επιτέλους χτύπησε κείνο που μισώ απάνω σου, όταν στο γυρεύουν οι άλλοι. Κάνε μπρός!

Με πολλή αγάπη

Νίκος Βέλμος

Πηγή: Περ. Η λέξη, τεύχος 24, 1983

 

 

Ένα άλλο φανέρωμα της εγκάρδιας σχέσης τους, μαρτυρείται γύρω στα 1923-1924 που χρονολογείται το ακόλουθο ποιήμα του Βέλμου προς τον φίλο του:

Στον Στρατή Δούκα

Αδικημένε μου
και πονεμένε μου
δεν σε ξεχνώ.
Λύπες μας δένουνε
που πάντα μένουνε
μ’ όσα περνώ.
Μήπως και ξέπεσε
και μου παράπεσε
και μου πεινά;

μήπως και πέθανε
και τον κηδέψανε
λέω συχνά;
Πως βασανίζομαι
σαν συλλογίζομαι
το χωρισμό·
και πως στολίζομαι
όταν βυθίζουμαι
στο λυτρωμό.

Αγαπημένε μου
και λυπημένε μου
πώς σε ζητώ.