Τα στρατιωτάκια εν δυο. Εμείς ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξι. Υπάρχει μια εξελικτική διεύρυνση που θα ‘λεγε κι ο Δαρβίνος. Δε νομίζεις; 11 εκατομμύρια κόσμος -μαζί και οι 20 χιλιάδες που νικήσαν την 7η Οκτωβρίου- πατάνε κουμπάκια για να βγουν απ’ το σπίτι τους. Μια νέα έννοια ελευθερίας αιωρείται στον κόσμο τσουβαλιασμένη με μία κακώς ορισμένη υπευθυνότητα.

Οι συμπολίτες μου αυτή τη στιγμή είναι πρόθυμοι να κάνουν ό,τι τους πούνε. Σήμερα είναι τα κουμπάκια. Σήμερα είναι όποιος κυκλοφορεί 21.00 – 5.00 διασπείρει τον ιό. Αύριο μια άλλη διαταγή, μεθαύριο μια άλλη. Οι διαταγές είναι εντολές Μεσσία για τους συμπολίτες μου. Οι συμπολίτες μου θα είναι πρόθυμοι να φωτογραφίζουν το μέρος στο οποίο βρίσκονταν την πλέον πρόσφατη στιγμή, με αναγραφόμενη ημερομηνία και ώρα, ώστε να αιτιολογούν την αριθμητική επιλογή (1,2,3,4,5,6) της ελευθερίας τους, αν τους ζητηθεί. Οι συμπολίτες μου θα είναι πρόθυμοι να παρουσιάζουν μια λίστα με όσους συνάντησαν το πρόσφατο 24ωρό, σε μια επίφαση ιχνηλάτησης επαφών του ιού, αν τους ζητηθεί. Κάθε διαταγή για τους συμπολίτες μου καλοσορίζεται με μύρα. Και για τους 20 χιλιάδες που νικήσαν την 7η Οκτωβρίου. Και για αυτούς. Όλες οι συλογικές μας νίκες είναι αναδρομικές. Δεν αφορούν ποτέ το παρόν, κατ’ αυτόν τον τρόπο ίσως είναι και λίγο οπισθοδρομικές. Μονάχα την μερική αποκατάσταση μιας μακροχρόνιας ήττας που ιστορείται στο παρελθόν αντιπαρέρχονται οι γνωστές μας νίκες. Στο σήμερα, στο τώρα δε νικάμε. Δε χρειάζεται να ‘χεις πολιτικό ντοκτορά για να διαπιστώσεις αντανακλαστικά χελώνας στην εκάστοτε κυβέρνηση. Όμως οι συμπολίτες μου καλούνται να επινοήσουν ένα ζώο ακόμα πιο αργό για να συγκρίνουν τα αντανακλαστικά τους στην παραπάνω παρομοίωση.

Όλοι είμαστε λίγο πολύ πρόθυμοι να βγάλουμε έξω τα σκυλιά μας, τα γατιά μας, τους παπαγάλους μας, και να το εκλάβουμε όλο αυτό σαν ένα είδος προνομιακής παραχώρησης. Κανείς όμως δεν είναι πρόθυμος να βγάλει έξω ένα άλογο, στην οδό Αθηνάς, με τα μυτερά αυτιά του να υψώνονται στον ουρανό και να σχίζουν την ιερή Ακρόπολη που φανερώνεται φωτισμένη στην προοπτική της οδού. Το Άλογο πέθανε, Μπρεχτ, μαζί με τους ποιητές, μαζί με όσους το ζωγράφισαν.  Κι αυτοί οι θανάτοι στις αράχνες του προηγούμενου αιώνα καταχωρούνται. Ας μην θρηνούμε για αυτούς. Αν κάποιος ομιλεί στην πόλη μου είναι μονάχα οι «πυροβολημένοι». Ποιος τους πυροβόλησε; Άγνωστο. Μα η στέψη έγινε με τσίγκινες ταμπέλες που κάνουν κρότο μαζί με τα δόντια τους που τρίζουν καθώς περπατάνε.

Ακόμα κι όταν οι συμπολίτες μου ασκούν κριτική στις διαταγές της κυβέρνησης, δεν το κάνουν παρά για να τονίσουν την αντισυνταγματικότητα των νέων νόμων, μια αντίδραση στον ολοκληρωτισμό ας πούμε. Ο διάλογος είναι στενά πολιτικός. Λέμε στενά πολιτικός, ενώ η πολιτική δε θα ‘πρεπε να είναι στενή. Αλλά κινδυνεύω πάλι να επαναφέρω τις αράχνες. Τα συμφέροντα Μπρεχτ, ο σκοπός Μπρεχτ, ο ανταγωνισμός Μπρεχτ, η φιλολογική έννοια του δικαίου Μπρεχτ, το χρήμα Μπρεχτ, η οικονομία Μπρεχτ. Πουθενά δεν υπάρχει μια άμεση στάση διεκδίκησης της παρουσίας στο δημόσιο χώρο. «Δημόσιος χώρος», μπορείς να γελάσεις μαζί μου μ’ αυτό. Ναι, ακούγεται στενόμυαλα πολιτικό. Το ξέρω. Θα το πω έτσι, δεν υπάρχει μια άμεση στάση διεκδίκησης της παρουσίας μας στο απέραντο έξω. Αυτό είναι πιο σωστό. Οι συμπολίτες μου δεν διεκδικούν το «απέραντο έξω» γιατί έχουν παραιτηθεί απ’ αυτό, πριν τους το στερήσουν οι κυβερνήσεις τους. Ευτυχώς πάντα υπάρχουν κι εξαιρέσεις. Η οδός Αχαρνών είναι η εξαίρεση. Ακόμα και τώρα βουίζει σα μελίσσι. Πέρνα από εδώ να φας το μέλι αν θες. Θες.

Θα αφήσω την εξαίρεση, επανέρχομαι στην παραίτηση. «Αυτός ο τόπος δεν είναι πια δικός μας» λέει ο Νικολαΐδης σχεδόν μισό αιώνα πριν. Ενώ πάλι σχεδόν μισό αιώνα πριν, πριν το 4g, πριν τα smartphones, από την εποχή της τηλεόρασης ακόμα, ο Καστοριάδης επισημαίνει την έλευση της πιο κοινωνικοποιημένα αποκοινωνικοποιημένης τάξης πραγμάτων και γεννιάς ανθρώπων. Χαρακτηριστικά λέει, «Πενήντα εκατομμύρια οικογένειες απομονωμένες καθεμιά στην κατοικία της  παρακολουθώντας τηλεόραση εκπροσωπούν, συγχρόνως, την πιο προχωρημένη, απ’ όσες γνωρίσαμε μέχρι σήμερα, “εξωτερική” κοινωνικοποίηση και την “εσωτερική” αποκοινωνικοποίηση, την πιο ακραία ιδιωτικοποίηση.» Ο καθένας μέσα στο σπίτι του, είτε είναι 20 είτε 500 τετραγωνικά νιώθει πως διαθέτει ένα βασίλειο, και μέσα απ’ αυτό το βασίλειο σαν βασιλιάς συνδέεται με τον κόσμο. Ο υπολογιστής του, η τηλεόρασή του, ο βραστήρας του ρυθμίζει την ομοιοσύστασή του. Αισθάνεται ασφαλής κι ενήμερος για όσα συμβαίνουν. Κοινωνικοποιημένος. Το απέραντο έξω, που πλέον στο κεφάλι του γίνεται «συρρικνωμένο έξω», εκλαμβάνεται σαν απειλή. Ή απλά σαν ένα μεταβατικό χώρο για τα επιμέρους μέσα στα οποία δραστηριοποιείται. Είναι χαρακτηριστική η επιθυμία όλων τον Βορειοευρωπαϊκών κυβερνήσεων, και του δυτικού πολιτισμού γενικότερα, να εξουδετερώθεί και να απονευρωθεί ο δημόσιος χώρος(τώρα επιστρέφω σ’ αυτό). Καμία επικοινωνία, καμία επαφή, κανένας διάλογος στο δημόσιο χώρο. Εδώ και πολλά χρόνια, υπάρχει μια τάση που υποτίθεται μας προστατεύει από τον «επικίνδυνο» δημόσιο χώρο. Ο λόγος γίνεται για την προστασία των ατομικών δεδομένων ως ιδιωτικά δεδομένα στπυς δημόσιους χώρους. Μια ρητορική διατάξεων προστασίας. Προστασίας από τι; Δε μπορείς να φωτογραφίσεις, δε μπορείς να φλερτάρεις, δε μπορείς σχεδόν να τραγουδήσεις στο δημόσιο χώρο. Το ίδιο το βλέμμα ενοχοποιείται στο δημόσιο χώρο. Νιώθει κανείς προστατευμένος τελικά στο δημόσιο χώρο; Ή απλά νιώθουμε περισσότερο μόνοι; Σ’ έναν χώρο που από κατά βολής κόσμου οι άνθρωποι, οι ιδέες, το μουνί της μάνας μας με το καβλί του πατέρα μας, ο ήλιος με το φεγγάρι ακόμα, εδώ συνήθιζαν να συναντιούνται. Στο δημόσιο χώρο. Σ’ αυτόν το χώρο που εμείς νιώθουμε κουμπωμένοι όταν περνάμε. Εμείς είμαστε σφιγμένοι. Δε ζούμε στο δημόσιο χώρο. Έχουμε παραιτηθεί απ’ αυτόν. Νιώθουμε ότι απειλούμαστε εδώ. Απειλούμαστε από τους διπλανούς μας. Απειλούμαστε από τα άτομα, και δεν απειλούμαστε από τις ιδέες που μας έρχονται διασωληνωμένα με τον υπολογιστή, τον πολιτισμό, τον αποροφητήρα κι όλους τους συστημικούς φορείς που ελέγχουν οι κυβερνήσεις και το παγκόσμιο κεφάλαιο. Αν ο δημόσιος χώρος υπάρχει ακόμα είναι γιατί επιτελεί το έργο της αγοράς, της κατανάλωσης. Σαν ένα χωλ, απ’ όπου περνάμε, αγοράζουμε, αλλά ποτέ δε στεκόμαστε. Μπρεχτ, αυτή είναι η οριστική σιωπή και δεν ανατρέπεται.

Ίσως να καταλάβαμε σ’ αυτή τη συνθήκη, ζώντας τόσο πολύ μέσα στο σπίτι, στον κλειστό οργανισμό του σπιτιού, το ότι να κατέχεις ένα σπίτι δεν είναι καμιά ευτυχία αλλά η δυστυχία του να μην κατέχεις κανένα σπίτι μεταμφιεσμένη.

Δεν είμαι ποιητής Μπρεχτ, θέλω μονάχα να ζήσω λίγο ακόμα. Αυτό φωνάζει ο απελπισμένος άνθρωπος. Αυτό φωνάζει ο απεγνωσμένος άνθρωπος. Ουρλιάζει. Οι άλλοι τον πυροβολούνε. Και οι μεν και οι δε. Δεν τον πυροβολούνε οι κυβερνήσεις. Δεν τον πυροβολούνε τα ιδρύματα. Δεν τον πυροβολούνε οι καπιταλιστικοί κολοσσοί. Τον πυροβολούν και οι μεν και οι δε. Οι πλέον απλοί συμπολίτες μου τον πυροβολούν. Δεν τον πυροβολούν για να τον σκοτώσουν, μα για να τον σημαδέψουν όπως σημαδεύουν με τη σφραγίδα τα κρέατα στις μπουτίκ κρεάτων. Για να τον κατατάξουν στο περιθώριο του. Για να τον αφήσουν εκεί. Να τον στιγματίσουν εκεί. Μα ακόμα και σ’ αυτό το περιθώριο Μπρεχτ, ακόμα και σ’ αυτό το είδος της σκληρότητας, ο κόσμος μοιάζει πιο πλούσιος Μπρεχτ. Γιατί οπουδήποτε αλλού, ο κόσμος είναι ένα μέρος στενό, ένα μέρος που περιφρουρείται, ένα μέρος που δεν είναι πια δικό μας.

 

Φωτογραφία εξωφύλλου: Γιάννης Μισουρίδης

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Γιώργος Ευθυμίου ζει στην Αθήνα. Κάνει ταινίες από το 2011. Βλέπει, παίζει, γράφει, διαβάζει (https://kioythings.blogspot.gr). Με το Pugnant Film Series διοργανώνει προβολές του παγκόσμιου ανεξάρτητου κινηματογράφου από το 2017. Όποιος κι αν είναι ο χώρος είναι αουτσάιντερ.