Αποθησαυρίζουμε μια συνομιλία της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου με την δημοσιογράφο Ευτυχία Καρύδη από το «μακρινό» 1983. Αφορμή η ιστορική παράσταση «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» στο κατεδαφισμένο πια θέατρο «Αθήναιον». Ζευγάρι στη σκηνή τότε αλλά και στη ζωή, χαρακτηριστικά, οι απαντήσεις τους όπως θα δούμε αντιμετωπίζονται ως «μία φωνή» και δεν διακρίνεται πότε μιλάει η Καρέζη ή ο Καζάκος. Το έργο έχει ανέβει πολλές φορές στην Ελλάδα από διαφορετικούς θιάσους, αλλά αυτό το ανέβασμα ίσως να υπήρξε η καλύτερη ελληνική απόδοσή του όπως έχουν μαρτυρήσει θεατρόφιλοι με γερή μνήμη. 

Στον θίασο συμμετείχε και η Όλια Λαζαρίδου, στο ρόλο της Χάνι, με την οποία συνομιλήσαμε και μοιράστηκε μαζί μας μία ανάμνηση σπάνιας ομορφιάς, που αφορά τον σκηνοθέτη της παράστασης Ζυλ Ντασέν.

 

«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» 

Μια συνέντευξη με την Καρέζη και τον Καζάκο

 

Στο θέατρο «Αθήναιον» συναντώ την Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο. Δεν μπορώ ακόμη να τους αναγνωρίσω. Ερμηνεύοντας τους δυο πρωταγωνιστικούς ρόλους έχουν έρθει, περισσότερο από κάθε άλλη φορά σε ουσιαστική σχέση με την Τέχνη και έχουν σχηματίσει νέους δεσμούς μαζί μας. Όσο κι αν θέλω να ξαναγυρίσω σε κάποιες μέρες, όχι τόσο καλών επιλογών τους κι όσο κι αν αυτές οι μέρες δεν μπορούν να λησμονηθούν ή να διαγραφούν σα να μην υπήρξαν ποτέ, θα πρέπει ωστόσο να ειπωθεί πως τελικά αυτήν την ώρα –που εμείς πιστεύουμε στη μονιμότητά της και τολμάμε να την απαιτήσουμε- δεν έχει τόση σημασία τι κατάφεραν στο παρελθόν, η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος, σημασία έχει πού έφτασαν και πού πρέπει, μας το οφείλουν, να φτάσουν…

Ξεπερνούν τους εαυτούς τους, ακούγεται. Θα λέγαμε πως τώρα ακριβώς μας τους αναδείχνουν σε όλο το δυναμισμό τους. Αδιαφορώντας –αυτή την εντύπωση μας έδωσαν παρακολουθώντας τους- για τις βιολογικές επιπτώσεις που μπορούν να έχουν, με την εξοντωτική καταπόνησή τους για τη σωστή ερμηνεία του έργου, δεν υποκρίνονται αλλά αποκρίνονται στους χαρακτήρες της θεατρικής διαδικασίας. Με καλλιτεχνική ευστροφία αποφεύγουν την απλή επιτήδευση που υπάρχει εκεί που ο ηθοποιός «λείπει». Οι χειρονομίες τους δεν πάνε πιο μπροστά από τη γόνιμη ανέλιξη  του μύθου, αλλά θεραπεύουν την ισορροπία της ερμηνείας και του περιεχομένου. Τροποποιώντας και αναπτύσσοντας την ικανότητά τους, γεννούν το καλλιτεχνικό δημιούργημα και μας αποκαλύπτουν το πιο βασικό στοιχείο του θεάτρου, να κατακτάς το έργο σε βάθος.

Άξιοι! Και περισσότερο άξιοι, γιατί δεν θέλησαν να ικανοποιήσουν τη διάθεσή τους και ν’ αναδειχτούν, έχοντας για συμπρωταγωνιστές ηθοποιούς που θα στέκονταν χαμηλότερα –κι αυτό δυστυχώς συμβαίνει σε πολλούς θιάσους- αλλά κέρδισαν την υπόθεση άμιλλα με συναδέλφους τους, σαν τους Γρηγόρη Βαλτινό και Όλια Λαζαρίδου. Κερδίζοντας, φυσικά, μ’ αυτή τους την τιμιότητα απέναντι στην αποστολή τους και την παράσταση στο σύνολο, αφού η επιλογή τους για τη σκηνοθεσία και τη μουσική επένδυση ήταν ο Ζυλ Ντασέν και ο Θάνος Μικρούτσικος, για τους οποίους κάθε λόγος περισσεύει.

Κι αν καταλήξουμε, για όλα τα παραπάνω, στο συμπέρασμα πως βρισκόμαστε μπρος σε μια φιλοπονία που στόχευσε –και τα κατάφερε- στην τελειότητα της σκηνικής εκτέλεσης, τότε θα ‘πρεπε να σταθούμε και στο πρωταρχικό για την ουσία του θέματός μας ζητούμενο: Είναι και αληθινό το περιεχόμενο του έργου; Με άλλα λόγια βρισκόμαστε μπρος σ’ ένα έργο τέχνης; Μπρος σε μια αμφίδρομη κίνηση της πραγματικότητας προς τον Άλμπυ και μιας εικόνας απ’ αυτόν προς τη ζωή;

«Οι χαρακτήρες του έργου βγαίνουν από μια συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα. Δεν πλάθονται από τα συναισθήματα και τη δημιουργική φαντασία του συγγραφέα. Έχουν συγκεκριμένες κοινωνικές διαστάσεις και αντανακλούν στα τυποποιημένα χαρακτηριστικά τους τα γενικά γνωρίσματα ενός συνόλου που παραπαίει μέσα στο «ιδανικό» της Αμερικής. Κατά πολλούς κριτικούς –ανάμεσα τους και ο Μάρτιν Έσσλιν- μέσα στο χαμένο πια αμερικανικό όνειρο. Μ’ αυτή την έννοια, το έργο είναι ρεαλιστικό αφού αναπαράγει τυπικούς χαρακτήρες μιας ορισμένης κατάστασης».

 

Εκείνης της κατάστασης μάλιστα που η «αισιοδοξία» της εξαντλείται σε φαντασιώσεις, σε μούσκεμα με αλκοόλ, σε κατασκευασμένα ψεύδη και σε παράλογα για την ανθρώπινη ευθύνη παιχνίδια;

«Ακριβώς. Προσοχή όμως στο παράλογο. Οι ήρωες δεν είναι παρανοϊκοί, ούτε κυρίως, αποτέλεσμα της τάσης του Άλμπυ για «θέατρο του παραλόγου». Είναι προϊόντα του παραλογισμού, στον οποίο τους φέρνουν η καπιταλιστική κοινωνία, που βρίσκεται στη σήψη της. Είναι εκείνοι που αδέξια κράτησαν το φυλαχτό «να ζεις» και τόχασαν. Τους έμεινε, λοιπόν, μόνο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης κι αυτό κρεμασμένο σε μια λεπτή κλωστή, που κάθε στιγμή μπορεί να σπάσει, αφού δεν είναι τίποτε άλλο, αυτή η κλωστή, παρά η σχέση τους μ’ ένα παιδί που δεν υπάρχει».

 

Και δεν είναι παραλογισμός να ζεις για το παράλογο που έχεις μέσα σου δημιουργήσει, όταν ο κόσμος σοδειάζει καθημερινά μια νέα πείρα, μια νέα αφορμή για να μη θαφτείς ζωντανός!

«Ο κόσμος, ναι. Η Μάρθα και ο Τζωρτζ όμως δεν συμπυκνώνουν τον άνθρωπο. Αλλά εκείνα τα άτομα μιας ορισμένης κάστας, της κάστας που ερεθίζεται από το μεγάλο πλούτο. Ανήκουν σε μια ορισμένη τάξη, στην ανώτερη. Και σ’ εκείνο το κύκλωμά της, που αποτελεί τον ιδεολογικό μηχανισμό της».

 

Η «ελεύθερη διανόηση» σ’ όλο το μεγαλείο του εξευτελισμού της. Το ίδιο το κείμενο, καθώς σφραγίζεται από τη σαρκαστική ερμηνεία, επιδρά καταλυτικά…

«Ο Τζωρτζ έχει βουλιάξει βαθιά… μέσα στη σχολή της Ιστορίας. Έχει αποτελματωθεί… Είναι ένα τέλμα! Αυτός είναι ο Τζωρτζ! Ένας βούρκος! Ένας βόρβορος! Χα-χα-χα! Βόρβορος! Γεια σου βόρβορε! Γεια σου βορβοράκι!».

 

Υποκοριστικό ακόμα και στο βόρβορος! Αυτές οι αστράτευτες προσωπικότητες του πνεύματος! Οι «αυτονομημένες»! Πρότυπα κατασκευάσματα στην αγοραπωλησία… που κάνουν «τα άσπρα ποντίκια με τα μικρά κόκκινα μάτια» που φτιάχνουν «Κολλέγια». Κι αυτά τα «Κολλέγια» «είναι όλη τους η ζωή …κι έχουν πάντα κατά νου να προξενέψουν κάποιον στο Πανεπιστήμιο, για να πάρουν τη θέση τους… Έτσι πρέπει να γίνονται τα πράγματα, απλά, πολύ απλά…».

«Αλλά όλη αυτή η «απλότητα» κρύβει μέσα της και την ανεπάρκειά της. Στην κατά συνθήκη σχέση, στην κατά συνθήκη συγγένεια, στον κατά συνθήκη γάμο, σ’ όλα τα κατά συνθήκην ψεύδη, μαζί και ο Τζωρτζ, ο κάθε Τζωρτζ, «που παντρεύτηκε την κόρη του προέδρου και όλοι περιμέναμε πως θα γίνει κάποιος… έγινε ο Κανένας! Ένας ομφαλοσκόπος που δεν κατάφερε τίποτα ο ίδιος. Που δεν είχε τα κότσια να κάνει κάποιον νάναι περήφανος γι’ αυτόν».

 

Περηφάνια! Η πρώτη και η τελευταία στο αλφαβητάρι της συνείδησης που το λογικό όνειρό της κάποτε θα πραγματοποιηθεί. Περηφάνια! Η πρώτη που απουσιάζει από τη σημειωματογραφία της χαμαίζηλης ύπαρξης που δεν γίνεται υπόσταση, αμέτοχη, στέκοντας στη μεταμόρφωση των αιώνων που κυλούν ασταμάτητα προς τον ωκεανό της ιστορίας. «Χα-χα-χα βορβοράκι, λοιπόν;».

«Και η κοινωνική ανατομία του. Μια ανατομία που γίνεται ψυχραιμία, κοιτάζοντας κατάματα και το τελευταίο κύτταρο που καταδικάστηκε στη φθορά. Κι εκεί έρχεται η μεγέθυνση, η υπερβολή της τέχνης για να σε κάνει ν’ ανατριχιάσεις, βλέποντας όλα τα σπλάχνα, το μυαλό, την καρδιά, τα γεννητικά όργανα, να ξοδεύονται μόνο ζωικά».

 

Τόσο ζωικά μάλιστα που οι δυο ήρωές του να χλιμιντρίζουν όπως τα ανυπόμονα άλογα πριν από την κούρσα του θανάτου. Κι εδώ πρέπει να πούμε πως η κούρσα αυτή παίζεται, στο «Αθήναιον» μ’ όλη της την ένταση της οχλαγοής και της σκόνης που ξεσηκώνουν τ’ άλογα πάνω στα οποία ποντάρησε το «χαμένο αμερικανικό όνειρο». Κι εκείνη την ώρα αηδιάζεις για το πόσο ηλίθιος μπορεί να καταντήσει ο άνθρωπος, προφητεύοντας βέβαια πως γι’ αυτούς δεν μπορεί πια να υπάρξει ένα χάπυ έντ.

«Αναντίρρητα… “Και η Δύση… φορτωμένη με ανάπηρες συμμαχίες και κάτω από το βάρος μιας άκαμπτης ηθικής, προσπαθώντας να συμβιβάσει τον ίδιο της τον εαυτό με όλες τις μετέωρες καταστάσεις… η Δύση είναι καταδικασμένη να συντριβεί”, θα επαναλάβει ο Τζωρτζ. Και γελώντας λυπημένα θα σταθεί ακίνητος… Μετά, γρήγορα, με όλη τη μανία που έχει μέσα του, τρέμει… Και με μια κραυγή, ανάμεσα σε ουρλιαχτό και βόγγο, θα πετάξει την προφητεία: “Η Δύση είναι καταδικασμένη κάτω από το βάρος μιας άκαμπτης ηθικής”, πάνω στα καμπανάκια που χτυπάνε δαιμονισμένα για ν’ αρχίσει το τελευταίο παιχνίδι…

…Ο γυιός που δεν γεννήθηκε ποτέ, αυτό “το μόνο φως μέσα σ’ όλο αυτό το απελπισμένο σκοτάδι”, θα πεθάνει χωρίς ούτε οι καμπάνες να ‘χουν κάποιον οίκτο να σιωπήσουν… Η μέτρηση αρχίζει αντίστροφα, σπιθαμή τη σπιθαμή το λαβωμένο αγρίμι, που δεν γονιμοποιήθηκε, θα μείνει μια μια μόνη αστραπή που θα το βοηθήσει να δέσει με οδύνη τον κόμπο που το ίδιο πέρασε στο λαιμό του. Είναι η μόνη λύση που του απομένει για το αίνιγμα… Όταν εκείνος βάζει το χέρι του, πάνω στον ώμο της και της τραγουδάει μαλακά: “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, Βιρτζίνια Γουλφ, Βιρτζίνια Γουλφ”, “Εγώ Τζωρτζ, εγώ” θ’ απαντήσει. Μα η κραυγή της έχει ήδη τραβήξει την αυλαία…».

 

Ή, ίσα-ίσα, τώρα την ανοίγει ξανά…

«Δεν έχουμε το δικαίωμα να γυρίσουμε πίσω. Ενδίδοντας σε λύσεις προχειρότητας και βιασύνης, όχι για την υλική απολαβή, όπως πολλοί θεωρούν, αλλά για τη γεμάτη αίθουσα. Εξετάζουμε προσεκτικά το καθετί, ιδιαίτερα αναζητάμε ένα νεοελληνικό έργο που να μας ταίριαζε και να μη μείωνε τη σημερινή παρουσία μας. Μια παρουσία, που πιστεύουμε πως γεφυρώνεται με το “Μεγάλο μας τσίρκο”. Ποτέ δεν ανεβήκαμε στη σκηνή επιπόλαια, πρέπει όμως να ομολογήσουμε πως φταίξαμε, γιατί παρασυρθήκαμε σ’ ένα γενικότερο ρεύμα που δεν διακρίνεται, απ’ όλες τις  απόψεις, για την ποιότητά του».

 

της Ευτυχίας Καρύδη –
Δημοσιεύτηκε στον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ,

Φεβρουάριος 1983

.

 

 


Μια ανάμνηση της Όλιας Λαζαρίδου

 

Η ηθοποιός Όλια Λαζαρίδου μοιράστηκε με το ΑΣΣΟΔΥΟ την ακόλουθη ιστορία, με αφορμή την συγκεκριμένη παράσταση «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γούλφ;», όπου και συμπρωταγωνιστούσε:

 

«Θυμάμαι ότι επειδή ήμουν η πιο μικρή στο θίασο, έπαιρνα το πιο λίγα λεφτά. Μια φορά ήρθε ο Ντασέν την ημέρα της πληρωμής και είδε το φακελάκι με το μισθό, είδε την αμοιβή μου. Τότε είπε: «Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να παίρνεις περισσότερα». Και μετά κάθε μήνα, από τα δικά του ποσοστά, έβαζε στο φάκελό μου επιπλέον χρήματα και έγραφε «Στη Χάνι το κουνελάκι μου» γιατί έτσι λεγόταν ο ρόλος που έπαιζα και κάποια στιγμή η Χάνι μεθούσε και έλεγε «είμαι η Χάνι το κουνελάκι».

Με τα επιπλέον χρήματα που μου άφηνε, έπαιρνα κάποιο δωράκι κάθε μήνα και πήγαινα στην οδό Αναγνωστοπούλου όπου έμεναν τότε ο Ντασέν με τη Μελίνα. Τού το άφηνα στο θυρωρείο. Θυμάμαι πόσο κύριος ήταν και τι βαθιά ευγενής άνθρωπος. Είχαμε αγαπηθεί πάρα πολύ σ’ αυτή την παράσταση και η αγάπη μας κράτησε μέχρι που πέθανε».

 

 

.