«Το πρωί της Αυτοκράτειρας»

Μικρή ιστορία του Walter Benjamin

Οι υγιεΙς πρέπει να καταφεύγουν στα βιβλία των ποιητών για να νιώσουν τη ζωή στη βαθιά, αδιαίρετη και, παρά τις προθέσεις, ακατανόητη εξουσία της, όπως την ένιωσε εκείνη η άρρωστη Αυτοκράτειρα του Μεξικού το πρωί της τρίτης ημέρας της άνοιξης του έτους 18–. Την είχαν φέρει σε αυτό το κάστρο πριν πολύ καιρό, τόσο πολύ που κανείς δεν μπορούσε να λογαριάσει πότε. Ποιος να το ‘λεγε πως ήταν άρρωστη; Κανείς από τους υπηρέτες της –που όλοι τους διήγαν έναν βίο βαρετό, ελάχιστα επιρρεπή σε υπερβολές– δεν το πίστευε. Ήταν εκεί, ένα σώμα όμορφο που βάδιζε στο γήρας και χρειαζόταν όλη την περιποίηση που οι υπηρέτες είναι μαθημένοι να προσφέρουν. Το μεγαλείο της την έκανε αγαπητή σε όλους. Οι αγρότες απ’ τα περίχωρα του Κάστρου Drux έλεγαν ιστορίες γι’ αυτήν την Αυτοκράτειρα, που ήταν ξένη στη χώρα και δεν έμελλε παρά να πεθάνει εκεί, σε κείνο το απέραντο κάστρο που δέσποζε πάνω από τις πεδιάδες της Ολλανδίας.

Η Αυτοκράτειρα ωστόσο δεν σκεφτόταν τον θάνατο, μα κι ούτε τη ζωή αισθανόταν που βούιζε τριγύρω, έτσι που μπορούσε κανείς να πει πως υποφέρει από βαθιά μελαγχολία. Κάθε σούρουπο, σαν έδυε ο ήλιος, έμπαινε πάλι στην τροχιά της ερώτησης που είχε γίνει ίσκιος της σε κάθε βήμα, όπως ένα φαρδύ μονοπάτι μεταμορφώνεται προχωρώντας στο λυκόφως. Αν και η ερώτηση αυτή ήταν μυστική, η Αυτοκράτειρα την είχε αποκαλύψει σε κείνους πιο κοντά της, για να λάβει όμως ως απάντηση μονάχα υπεκφυγές, ανόητες δικαιολογίες, που έφτασαν σε σημείο να την πικάρουν. Έτσι, η Αυτοκράτειρα άρχισε να πηγαίνει την ερώτησή της όλο και πιο χαμηλά: από την κυρία των τιμών στην καμαριέρα, από την καμαριέρα στον ιπποκόμο, από τον ιπποκόμο στον μάγειρα, τέλος, στα παιδιά. Και, πράγματι, τα παιδιά έδειχναν να καταλαβαίνουν την απορία της, αλλά εκείνη δεν καταλάβαινε τη γλώσσα των παιδιών περισσότερο απ’ ό,τι της βροντής, παρόλο που συχνά το είχε ζητήσει απ’ τον Θεό γονατισμένη στο σκαμνί της προσευχής μπροστά στο παραθύρι. Στο κελάρι του κάστρου υπήρχε ένα καμαράκι – σκοτεινό, γεμάτο μπουκάλια με κρασί. Εκεί, η Αυτοκράτειρα πάλεψε μέχρι τα τρίσβαθα με την ερώτησή της. Γέρνοντας μπροστά, η ψηλή σιλουέτα της καμπουριασμένη κάτω απ’ το χαμηλό ταβάνι, έφτιαξε μια ζυγαριά με σπάγγο και μικρά τσίγκινα δοχεία. Την έβρισκε αρκούντως καλή κι ωραία· ό,τι πρέπει για να μετρήσει με αυτή το βάρος του κόσμου. Και αυτό ήταν το ερώτημα.

 

Μικρή ιστορία του Walter Benjamin.
Γραμμένη μεταξύ 1906 και 1912, δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του.

Μετάφραση στα ελληνικά: Αννίτα Χατζίκου.

 

 


Πηγές: Benjamin, Gesammelte Schriften VII (2), Suhrkamp, 1991, 642-643.
Walter Benjamin, “The Morning of the Empress”: The Storyteller. Tales Out of Loneliness, transl. & edit. Sam Dolbear, Esther Leslie, Sebastian Truskolaski, Verso, Brooklyn NY, 2016, 39-40.

.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ:

«Ψυχή μου, γιατί ψάχνεις πάντα το Ωραίο;»

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Αννίτα Χατζίκου γεννήθηκε το 1981 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται ως μεταφράστρια και επιμελήτρια κειμένων. Έχει σπουδάσει ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους, διαδικτυακά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.